Τα επίσημα ανδρικά παπούτσια ήταν τα τσαρούχια. Τα
φορούσαν μόνο σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια. Δεν τα είχαν όλοι μιας και ήταν
αγοραστά. Στο «Χρονικό της Στενής», αναφέρεται ότι υπήρχε τσαρουχοποιός στο
χωριό, από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης .Τα ανδρικά τσαρούχια ήταν
μαύρα με πεταλάκια από κάτω που βροντάγανε και όχι πολύ μεγάλη μαύρη
φούντα
Πρόχειρα αλλά και επίσημα για κάποιους άλλους, ήταν
τα γουρουνοτσάρουχα. Όταν έσφαζαν το γουρούνι για τα Χριστούγεννα, έπαιρναν το
δέρμα το αλάτιζαν και το κρατούσαν τεντωμένο για είκοσι ημέρες. Αφού στέγνωνε
καλά έκοβαν κομμάτια, το δοκίμαζαν και έκοβαν τις διαστάσεις που ήθελαν. Να
σημειωθεί ότι για να γίνει ένα γουρουνοτσάρουχο χρειάζονται α) μια λωρίδα 25
με 30 πόντους μήκος και β) 17 με 18 πόντους φάρδος (πλάτος) ανάλογα και
για ποιόν ήταν. Βάζανε το τομάρι στο πάτωμα παίρνανε μια πήχυ ή μια τάβλα ίσια,
μετρούσανε τους 17 ή 18 πόντους πλάτος.
Το χαράζανε και με ένα κοφτερό
μαχαίρι το κόβανε από τη μια άκρη στην άλλη. Το μήκος της λωρίδας ήταν ανάλογα
με το γουρούνι, αν ήταν μεγάλο έβγαζε μακριά λωρίδα αν ήταν μικρό έβγαζε μικρή.
Από μια λωρίδα μπορούσαν να βγάλουν δύο ζευγάρια γουρουνοτσάρουχα. Με το σουβλί
άνοιγαν τρύπες αφού το μούσκευαν πρώτα για να μαλακώσει και με την
τσαρουχοβελόνα πέρναγαν, τα πρώτα χρόνια λεπτά κομμάτια από το δέρμα του
γουρουνιού και αργότερα σχοινί. Σε κάποιες
περιπτώσεις που ήθελαν καλύτερη
ποιότητα, η προεργασία αυτή μπορούσε να κρατήσει και ένα χρόνο. Τα κρέμαγαν, τα
καθάριζαν με στάχτη τα έπλεναν με σταχτόνερο και πάλι από την αρχή. Σε
άλλες περιπτώσεις που κάποιοι βιάζονταν και δεν περίμεναν να στεγνώσει το
δέρμα, τα γουρνοστάρουχα μύριζαν πολύ.
Με παρόμοια διαδικασία έφτιαχναν τα βοϊδοτσάρουχα τα
οποία ήταν καλύτερο δέρμα χωρίς καθόλου λίπος. Μετά το 1920 άρχισαν
να εμφανίζονται τα καουτσούκια και οι τσαγκάρηδες. Τα καουτσούκια ήταν τα πιο
συνηθισμένα παπούτσια. Τα πρώτα ήταν ακατέργαστη ρόδα και οι πιο πολλοί τα
έφτιαχναν μόνοι τους. Όπως ήταν η ρόδα καμπυλωτή, έβαζαν μπροστά στα δάχτυλα
ένα δέρμα που έφτανε έως τη μέση του ποδιού. Στο πίσω μέρος έβαζαν μια λουρίδα
και την κάρφωναν στις δυο άκρες. Ήταν κάτι σαν τα σημερινά πέδιλα με την
διαφορά ότι στα σημερινά το κενό ξεκινάει κάτω από το πέλμα. Τα επόμενα
καουτσούκια τα έφτιαχναν μόνο επαγγελματίες. Έπαιρναν κομμάτι ρόδας, έβγαζαν
από μέσα τη λινάτσα για να είναι ελαφρύ και το καθάριζαν με την φαλτσέτα για να
είναι σουλουπωμένο. Το καουτσούκ, που ήταν για το πέλμα, ενωνόταν «ραφτά» με το
δέρμα που έμπαινε από πάνω με τα βάρδουλα, μια λεπτή δερμάτινη ζώνη.
Άλλο ένα είδος παπουτσιού ήταν τα στιβάλια,
παπούτσια όλο δέρμα. Τα καλά παπούτσια. Μπρος, πίσω έβαζαν σιδερένια πεταλάκια
για αντοχή. Όπως έλεγαν με τα στιβάλια «ντύνεσαι γαμπρός».
Για τις σκληρές δουλειές και για να μη γλιστράνε
έφτιαχναν τα αρβύλια, τα οποία τα έφτιαχναν από βακετόδερμα (τραγίσιο) και από
κάτω έβαζαν πετσί βοδινό, το οποίο ήταν έτοιμο και κατεργασμένο από
βυρσοδεψείο. Εάν ήθελαν περισσότερη ενίσχυση στα παπούτσια έβαζαν και καρφιά.
Γιάννης Μητάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου