Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Τα σκυλιά του Κωτσαρή


Ο Κώστας Ντουμάνης (Κωτσαρής), έμενε στο Σκουντέρι. Όπως σε όλα τα σπίτια της περιοχής τότε, μιλάμε περίπου για το ΄19 έμενε όλη η οικογένεια μαζί.
Γύρω στα είκοσι άτομα σε ένα δωμάτιο, στου οποίου τις άκρες φιλοξενούσαν και τα ζώα τους.
Παιδιά του Κωτσαρή ήταν ο Βαγγέλης, ο Σπύρος (Καρκαβέλας), ο Γιώργος (Μπούκας), ο Χρήστος (Κίττας), η Μαρία που παντρεύτηκε αργότερα Ντουμάνη (Μπέη),είχαν ξεσυγγενέψει) και η Βασίλω που πήρε Αρβανίτη (το Γουργούτα).
Ο Κωτσαρής είχε δυο σκυλιά που ήταν το καμάρι του. Τα σκυλιά έπιαναν μόνα τους λαγούς και τα πήγαιναν στον Κωτσαρή. Το ένα σκυλί ξετρύπωνε και κυνήγαγε το λαγό, τον οδηγούσε στο σημείο που παραφύλαγε το άλλο σκυλί και τον έπιανε.
Τα σκυλιά του Κωτσαρή ήταν γνωστά σε όλους και τα έβαλε στο μάτι φιλάργυρος αστυνομικός.
Του ζήτησε να του δανείσει τα σκυλιά να τα πάρει μαζί του στο Μαντούδι για να κυνηγήσει.
Τα σκυλιά πουλήθηκαν αμέσως, μιας και οι ικανότητές τους ήταν σε όλους γνωστή.
Ο Κωτσαρής την πάτησε, αλλά σε ποιόν να παραπονεθεί;


Μουσικοί

Στα μεγάλα πανηγύρια, στις γιορτές, στους γάμους, τα χωριά είχαν τους δικούς τους οργανοπαίχτες. Χρήματα πετούσε πάντα αυτός που χόρευε πρώτος ή πετούσε για τη γυναίκα που συνόδευε όταν έσερνε το χορό. Τα μεγάλα πανηγύρια είχαν διάρκεια έως και τρεις ημέρες. Σταματούσαν μόνο κάθε πρωί για να ξεκινήσουν πάλι πριν το μεσημέρι.
Κλαρίνο, ο Θανάσης Λάππας,
βιολί, ο Γιάννης Κανατσέλος,
τραγούδι και λαούτο ο Χρήστος Λάππας.
Οι Λαππαίοι από τους Βούνους, ήταν
οι καλύτεροι μουσικοί της περιοχής
Στους Βούνους, ο πρώτος οργανοπαίχτης ήταν ο Νίκος Λάππας ο οποίος είχε έρθει από την περιοχή του Σουλίου. Ακολούθησαν τα παιδιά του, Χρήστος Λάππας λαούτο, ο Θανάσης Λάππας κλαρίνο που ήταν ένας από τους καλύτερους μουσικούς που έχει βγάλει η Εύβοια. Μαζί τους έπαιζε βιολί ο Δημήτρης Κορώνης από τη Λούτσα. Στη Στενή ο Ανέστης Καραγιάννης (Γκανέστας) έπαιζε λαούτο, ο Γιάννης Κατσαρής (Γκούμας) κλαρίνο, ο Αθανάσιος Χουλιάρας λαγούτο και ο Νικόλαος Κατσαρής (Κολόκας) βιολί.
Στους γενικούς χορούς που γίνονταν όπως π.χ. ανήμερα το Πάσχα μετά τον Καλολόγο (Αγάπη), με την επιστροφή των τσοπαναραίων κ.λ.π. Στους γάμους πολύ παλαιότερα έπαιρναν πάντα ορχήστρες εκτός αν υπήρχε οικονομικό πρόβλημα οπότε μια καλλίφωνη κοπέλα αναλάμβανε να τραγουδάει πρώτη και να ακολουθούν οι άλλοι. Εκεί όμως που ήταν η χαρά των οργανοπαιχτών ήταν τα πανηγύρια. Όλοι έβαζαν κάτι στην άκρη για να πετάξουν στα «όργανα». Παλαιότερα που δεν υπήρχαν χρήματα οι νέοι των χωριών έβρισκαν αλλού μεροκάματο, κάποιες φορές και μακριά για να έχουν χρήματα για το πανηγύρι του χωριού. Ήταν η ημέρα που περίμεναν όλοι, για να ξεχάσουν τις καθημερινές σκοτούρες, να κάνουν ακόμα και τη φιγούρα τους, και όσοι και όσες ήταν για παντρειά να προσέξουν ή να τους προσέξει κάποιος. Επίσης θα έβλεπαν τους συγγενείς και φίλους που έλειπαν, ζητώντας αλλού μια καλύτερη τύχη. Στα μεγάλα πανηγύρια έφερναν και ξένες ορχήστρες ή και σε κάποιες περιπτώσεις έπαιζαν με τη σειρά και όλες μαζί. Παρεξηγήσεις και καυγάδες γίνονταν πολύ συχνά, κυρίως για την σειρά προτεραιότητας.
Διαδιρφυακά πανηγύρια ήταν το παζάρι της Κάτω Στενής, της Αναστασάς στο Σκουντέρι, του Αï Δημήτρη στη Λούτσα, της Αγίας Κυριακής στα Καμπιά, και του Αγίου Κωνσταντίνου στα Βάβουλα.


Μελισσοκόμοι

Η μελισσοκομία είναι πολύ παλιά απασχόληση για αρκετούς κατοίκους της περιοχής και ειδικά για τους Στενιώτες. Ακόμα και εναντίον των Τούρκων είχε κερδηθεί μάχη, όπως αναφέρει η παράδοση, όταν έριξαν πάνω τους τα μελίσσια. Τα αυτοκίνητα και οι νέες κυψέλες έδωσαν τη δυνατότητα σε πολλούς μελισσοκόμους να αποκτήσουν μεγάλα μελισσοκομεία, που ούτε να τα φανταστούν δε μπορούσαν οι παλιοί μελισσοκόμοι.
Έβγαζαν το μέλι για το σπίτι τους και το λίγο που περίσσευε το πουλούσαν. Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν στην κατοχή τους δέκα με είκοσι πέντε κουβέλια. Πενήντα κουβέλια είχαν ελάχιστοι μελισσοκόμοι. Τα κουβέλια τα μετέφεραν με τα υποζύγια.
Κουβέλι
Δυο ή τέσσερα κουβέλια κάθε φορά, ανάλογα με το μέγεθος του ζώου.
Οι αποστάσεις που τα μετέφεραν κουβαλώντας τα ήταν μεγάλες. Ο τρόπος ήταν ο εξής. Τα κουβέλια στο ζώο και αυτοί πεζοί. Η μεταφορά γινόταν πάντα νύχτα, φροντίζοντας το πρωί να έχουν φθάσει στον προορισμό τους. Οι παλιοί μελισσοκόμοι περπατούσαν όλη νύχτα για να φτάσουν στο Μαντούδι για το πεύκο ή στην Ερέτρια για ξεχειμώνιασμα. Ασφάλιζαν τους δυο πάτους πάνω και κάτω με πανί, το οποίο έδεναν γύρω γύρω με σχοινί. Από τις δυο πλευρές του σαμαριού έβαζαν δυο σανίδες κι εκεί πάνω ακουμπούσαν και έδεναν τα κουβέλια. Η κατασκευή του κουβελιού ήταν ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Για να αποφύγουν την πολύ επεξεργασία έψαχναν για πλατάνες με κουφάλα (κενό). Έκοβαν ένα ξύλο συνήθως πλατάνας σε στρογγυλό σχήμα και σιγά σιγά το κούφωναν. Το φτιάξιμο ενός κουβελιού μπορούσε να κρατήσει και τρεις ημέρες. Αφού τέλειωναν το κούφωμα, σειρά είχε το τρύπημα για να τοποθετηθούν τα ξυλάκια όπου πάνω εκεί θα έκαναν οι μέλισσες την κηρήθρα. Ο τρύγος και η εξαγωγή του κεριού από την κηρήθρα γινόταν με τελείως διαφορετικό τρόπο από το σημερινό. Πιο συγκεκριμένα, άνοιγαν από πάνω το κουβέλι και έκοβαν την κηρήθρα. Για να ξεχωρίσουν το μέλι από το κερί το έβαζαν επάνω σε φωτιά και αφαιρούσαν λίγο λίγο στύβοντας το κερί. Στο τέλος έμεναν τα «αποκέρια» όπως τα έλεγαν, δηλαδή τα στημένα κεριά και το δεύτερης ποιότητας μέλι. Το μέλι που έβγαινε από το «κάψιμο» δεν ήταν τόσο καλό όσο αυτό που βγαίνει σήμερα χωρίς να «καεί». Ενδεικτικό είναι ότι μόλις εφαρμόστηκε η νέα μέθοδος εξαγωγής του μελιού, τα πρώτα χρόνια διαφήμιζαν το μέλι σαν «άκαο». Ακολουθούσε το δεύτερο βράσιμο, από το οποίο στίβοντας με το χέρι τα κεριά έπαιρναν τη χούμελη, το δεύτερης ποιότητας μέλι. Το κερί που έμενε το πήγαιναν στον κεροστύφτη, του ασκούσαν μεγάλη πίεση πιέζοντας με το ψαλίδι και όσο έπαιρναν από εκεί ήταν το καθαρό κερί, δυσεύρετο και περιζήτητο.

Γιάννης Μητάκης

Τα αγοραστά μακαρόνια.

Έξω από μπακάλικο του Γιώργου Μαστρογιάννη (Φούτρα), προς τη βορεινή πλευρά, υπήρχε ένα πεζούλι πέτρινο.
Τέτοια πεζούλια υπήρχαν πολλά στη Στενή, όπου μαζεύονταν οι γυναίκες της γειτονιάς και συζητούσαν τα απογεύματα, μιας και οι άνδρες πήγαιναν στο καφενείο.
Εκείνη τη μέρα ήταν εκεί, η γριά Γούλα,(πεθερά του Φούτρα) η Τασά η τζουρίαινα, η Παρσού του Κωντή, η Κατερίνα του τσουτσαίου, οι Χορμόβαινες, Παναγιού και Γιαννού, η Μάτω του Γιωργούλα η Πάτρα του Μπαρμπούρα, η Βαγγελιώ του Καλιάφα, η γριά Σταμούλα η Κατερίνα Γαλάνη (Μπιλιούρα) και άλλες.
Η Αργύρω του Κουτσούκου μόλις είχε γυρίσει από μια δουλειά, φαγητό δεν είχε και έστειλε το μικρό γιο της Σπύρο, να αγοράσει μακαρόνια από το Φούτρα.
Πήγε ο Σπύρος αγόρασε τα μακαρόνια και επιστρέφοντας πέρασε μπροστά από την γυναικοπαρέα.
Εννοείται πως ήταν αδιανόητο στη συντροφιά, να μη μάθει τι ψώνισε η Αργύρω.
Παίρνει λοιπόν την πρωτοβουλία η Τασά και ρωτά.
Τι ψώνσις, Σπυράκ΄πουλάκιμ;
Μακαρούνια. Απαντά ο Σπύρος, και απομακρύνεται.
Οπότε γυρνά η Τασά προς τις άλλες γυναίκες και λέει.
Σαν πολύ μιγαλουπιάνιτι η Αργύρου κι θέλ΄ κι αγουραστά μακαρούνια.
Οι άλλες κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
 ➖➖➖➖➖➖➖➖➖➖➖
Το περιστατικό είναι ενδεικτικό της νοοτροπίας της εποχής, αλλά και των οικονομικών δυσχερειών.
Κανείς δεν αγόραζε κάτι αν το είχε στο σπίτι του.
Και στην προκειμένη περίπτωση ήταν αδιανόητο να αγοράζεις μακαρόνια, αφού στο σπίτι σου έχεις χυλοπίτες, τραχανάδες κλπ.
Όπως επίσης γιατί να αγοράσεις σαπούνι, όταν έχεις το δικό σου που έφτιαξες με τη μούργκα του λαδιού. Ή να αγοράσεις τυρί αφού έχεις το γάλα της κατσίκας για να το πήξεις;
 ➖➖➖➖➖➖➖➖➖➖➖
Σήμερα δεν βρίσκεται κανείς τους στη ζωή. Έχει αποβιώσει και ο Σπύρος, ο οποίος σπούδασε, πέτυχε στη Νομική και άσκησε τη δικηγορία για πολλά χρόνια.

Γιάννης Γιαννούκος  

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Λοτόμοι

Οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ελατόμους. Εμείς επιμείναμε ότι δεν λέγονται έτσι αλλά υλοτόμοι ή λοτόμοι, αλλά εκείνοι υποστήριζαν το αντίθετο κι έτσι το αφήσαμε.
Με τσεκούρι ή με κόφτη έριχναν κάτω τα έλατα, τα τεμάχιζαν από ενάμιση μέτρο έως όσο ήταν απαραίτητο. Βγάζανε την έξω φλούδα, κι έφταναν στο ασπράδι του ξύλου.
Ακολούθως έβαζαν δυο ξύλα (τάκους) γύρω στους δεκαπέντε πόντους και από πάνω έβαζαν το κούτσουρο.
Τα ραματίζανε με σχοινί και τα σημείωναν με κόκκινη μπογιά ή ώχρα (κίτρινη μπογιά), για να μη φύγουν από την ευθεία. Έδεναν το ξύλο με σκοινί, έβαζαν πέτρες από πίσω για να μην έχει μπαλάντζο και ξεκινούσαν το πριόνισμα. Το πριόνι δούλευε με δυο άτομα, ένας από πάνω και ο μάστορας από κάτω. Ένα άλλο χρήσιμο εργαλείο για τους υλοτόμους ήταν και οι σιδερένιες σφήνες. Οι υλοτόμοι παρήγαγαν τάβλες, πέταβρα, ψαλίδια ξύλα για βαρέλια, τάλαρους, κ.τ.λ. Δύσκολο πράγμα η μεταφορά ειδικά των μεγάλων ξύλων με αποτέλεσμα να μη μπορούν να φορτωθούν στα υποζύγια. Κάρφωναν μια σφήνα με γάντζο στο ξύλο και τα πήγαιναν σέρνοντας έως το χωριό. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουν τα ζώα τους, εκεί που δεν υπήρχαν μονοπάτια τα έσερναν μόνοι τους. Φορούσαν χοντρό ύφασμα για να μην πληγώνεται ο ώμος, συνήθως πατατούκα και τραβούσαν. Πολλοί ήταν οι υλοτόμοι σε όλα τα χωριά και κάποιες φορές όσοι ήθελαν δικά τους ξύλα, ειδικά για το χτίσιμο των σπιτιών τους, τα «έκαμαν» μόνοι τους. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και μετά το αλώνισμα, όσον ελεύθερο χρόνο είχαν οι κάτοικοι των χωριών, τον εκμεταλλεύονταν για να κουβαλήσουν τα καυσόξυλα για το χειμώνα. Βαριοί οι χειμώνες και το τζάκι έπρεπε να καίει μέρα νύχτα. Πάνω από εξήντα φορτώματα ξύλα χρειαζόταν το κάθε νοικοκυριό για να βγάλει τα μεγάλα κρύα. Το κάθε φόρτωμα είναι ένα καλά φορτωμένο ζώο με ξύλα.

Γιάννης Μητάκης

Κοφινάδες

Μόνο καναπίτσες, καλάμια και επιδέξια χέρια χρειάζονται για να φτιαχτεί ένα όμορφο και χρήσιμο καλάθι. Από τα κανάλια και τα ρέματα μάζευαν καναπίτσες (λυγαριές) και έφτιαχναν κοφίνια, πανέρια, ταρπιά, κοφινίδες, κόφες. Τα μούσκευαν για να είναι ευέλικτα. Καλάμια επίσης υπάρχουν παντού.
Το καλάμι φύεται πολύ εύκολα, ακόμα και ένα καλάμι να εμφανιστεί γεμίζει ο τόπος. Τα μάζευαν το καλοκαίρι που είχαν ψωμώσει.
Πρώτα έφτιαχναν τον πάτο. Ο πάτος του κοφινιού πρέπει να είναι πολύ γερός για
να αντέχει στα μεγάλα βάρη. Με τη λυγαριά έφτιαχναν τον πάτο και ειδικά το σταυρό. Έβαζαν τα κάθετα (στημόνια) που πάνω τους έπλεκαν με τα καλάμια το κοφίνι. Εάν ήθελαν γερή κατασκευή έβαζαν μόνο λυγαριά.
Στη Στενή κοφινάς ήταν ο Σπύρος Ντουμάνης (Καρκαβέλας) και ο Δημήτριος Γερακίνης (Καμπάνης).
Κοφίνι: Το πιο μικρό σε μέγεθος. Το χρησιμοποιούσαν για όλες τις δουλειές. Είχε χερούλι για να είναι εύκολο στη χρήση.
Κόφα: Μεγάλο κοφίνι, με χερούλια.
Ταρπί: Ενισχυμένη κόφα για μεγάλα βάρη χωρίς χερούλια. Το χρησιμοποιούσαν για βαριές δουλειές όπως το κουβάλημα των σταφυλιών, ελιών κλπ.
Κοφινίδα: Κόφα με σκέπαστρο όπου έβαζαν το ψωμί.
Πανέρι: Φαρδύ και κοντό κοφίνι με δυο χερούλια για ελαφριές δουλειές.

Γιάννης Μητάκης

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Πηγές αμέτρητες

Σύμφωνα με την παράδοση, ένα τραγάκι βγήκε μέσα από τους βάτους με βρεγμένη μουσούδα. Ο βοσκός καθάρισε τα βάτια, βρήκε μια πηγή και γύρω από αυτήν κτίστηκαν τα πρώτα σπίτια της Στενής.
Είναι η πηγή που την είπαν Μεσοχώρι.
Άλλα σπίτια κτίστηκαν στο Αλωνάκι. Αυτά έπαιρναν νερό από την Μανίτσα. Πηγές είχε επίσης στην εκκλησία. Πολλά χρόνια αργότερα για να λύσουν το πρόβλημα της ύδρευσης έφεραν το νερό από την Αρματσανή και έφτιαξαν πάνω από δέκα βρύσες στην Πάνω Στενή.
Στην Κάτω Στενή έφτιαξαν βρύσες με νερό από του Μπαμπά και αργότερα από το Βαθύρεμα. Αργότερα πήραν νερό από την Κερασιά και από αυτό υδρευόταν το κάθε σπίτι πλέον. Το δάσος της Στενής είναι γεμάτο από πηγές, που μαζί με τις πηγές του Αγίου Στεφάνου τροφοδοτούσαν το ρέμα της Στενής, το οποίο με την σειρά του τροφοδοτούσε τον ποταμό Λήλα. Κανόβρυση, Κερασιά, Σταυροδήμα, Πριόνι, Φλέβα, Νταλαρούμη Βρύση, Τσακλή Βρύση, Συκάμινο, Μέγα Δένδρο, είναι κάποιες από τις πηγές που βρίσκονται στο δάσος. Πιο ψηλά στη Λειρί η Κρύα Βρύση, η Αντζού, της Δροσιάς το πηγάδι πάνω από την Κορομηλιά (τοπωνύμιο που βρίσκεται μέσα στο Γλα). Ο Κουρίτος βρίσκεται κοντά στο Μεγάλο Βράχο. Τα Πλατανάκια, ο Παλιουριάς, το Πανί, η Αγιασοφίτσα είναι πηγές που βρίσκονται στο Καλουρκό. Στη Μέλι, στου Βουτανιού στο Βαθύρεμα, στους Τσαγιούς, στο Λυκοπρί, είναι πηγές που βρίσκονται σε διάφορα σημεία γύρω από τη Στενή και πήραν το όνομα τους από τα τοπωνύμια που αναβλύζουν.

Γιάννης Μητάκης

Κουναβάδες

Όταν το δέρμα του κουναβιού είχε μεγάλη αξία, αρκετοί από την περιοχή μας έκαναν αυτή τη δουλειά για να έχουν ένα πρόσθετο εισόδημα. Ειδικά τη δεκαετία του 1950 στη μεγάλη ζήτηση, ένα δέρμα κουναβιού πουλιόταν 700 δρχ. όταν το μεροκάματο δεν ξεπερνούσε τις 30-40 δρχ. Στα περισσότερα χωριά της περιοχής εκμεταλλεύονταν την εποχή που είχε χιόνι και τα κουνάβια τα εύρισκαν πολύ εύκολα γιατί άφηναν ίχνη πάνω σ’ αυτό.
Ο Χρήστος Μπέκος
Οι κουναβάδες γύριζαν στα χιόνια με ένα τσουβάλι γεμάτο άχυρο. Εύρισκαν τις κουφάλες από τα δέντρα που κρυβόντουσαν τα κουνάβια συνήθως από τις πατημασιές, έβαζαν φωτιά μπροστά στην κουφάλα ή έριχναν θειάφι. Τα παγιδευμένα ζώα έβγαιναν και ήταν πολύ εύκολος στόχος γι αυτούς, που περίμεναν γύρω-γύρω με τα όπλο ή με το τσουβάλι το οποίο εφάρμοζαν στην είσοδο της κουφάλας του δέντρου. Αυτό γινόταν στα περισσότερα χωριά και πιο πολύ στις Τσέργες. Κυνήγαγαν τσοπάνηδες, υλοτόμοι κ.τ.λ.
Στη Στενή το κυνήγι γινόταν και το άλλο διάστημα μιας και είχαν εκπαιδευμένα σκυλιά (κουναβόσκυλα) και καλή οργάνωση. Τα σκυλιά κυνηγούσαν τα κουνάβια, τα ανάγκαζαν να ανέβουν στα δέντρα, όπου γίνονταν εύκολος στόχος για τα όπλα των κυνηγών. Για να μην καταστραφεί το δέρμα του κουναβιού έφτιαχναν ειδικά φυσίγγια με λίγα σκάγια μέσα. Κυνηγοί κουναβιών με εκπαιδευμένα σκυλιά στη Στενή ήταν ο Τάσος Μαστρογιάννης (Μάλιος), ο Χρήστος Μπέκος, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Ζέρβας (Μπάληδες) και οι Ντουρμαίοι (Γκεκάκηδες), ο Αντώνης και τα παιδιά του Χρήστος και Μήτσος.
Σε κάποια χωριά κυνηγούσαν κουνάβια με τον «Ιταλικό» τρόπο. Μια ρέγκα σε έναν μεγάλο σωλήνα. Τα κουνάβια τρελαίνονται από την μυρωδιά της ρέγκας μπαίνουν στο σωλήνα, από τον οποίο δεν μπορούν να βγουν επειδή έχουν γαμψά νύχια Μεγάλο ρόλο στην τιμή του δέρματος είχε η κατάστασή του. Το πρώτο στάδιο της επεξεργασίας του δέρματος το έκαναν τις περισσότερες φορές οι ίδιοι οι κυνηγοί. Μετά το γδάρσιμο έβαζαν το δέρμα στη στάχτη και μετά στις τσίτες, κατάλληλα διαμορφωμένες τάβλες. Το κρέμαγαν μέχρι να στεγνώσει. Στο τέλος το δέρμα δεν ζύγιζε ούτε 25 γραμμάρια. Έμποροι από την Αθήνα έρχονταν στη Χαλκίδα για να αγοράσουν τα δέρματα, τα οποία κατέβαζαν οι ίδιοι οι κυνηγοί ή ένας δυο ντόπιοι που τα εμπορεύονταν.

Γιάννης Μητάκης

Βουκόλοι

Από τις 25 Μαρτίου έως τις 14 Σεπτεμβρίου τα βόδια μαζεύονταν από κάποιους, οι οποίοι τα βοσκούσαν στα βοϊδολίβαδα και τα φύλαγαν μέρα νύχτα, ακόμα και όταν αυτά πήγαιναν για ύπνο. Τα βόδια κοιμόντουσαν πάντα στις ράχες και κοντά τους κοιμόντουσαν πάντα οι βουκόλοι.
Τα βοσκούσαν αρχικά στα χέρσα χωράφια, όπου εκεί απαγορεύονταν τα πρόβατα. Τον Ιούνιο τα πήγαιναν στα θερισμένα χωράφια και έτρωγαν καλαμιές. Η πληρωμή για το βουκόλο ήταν πάντα σε είδος και τις περισσότερες φορές σιτάρι. Ένα ξάι σιτάρι και ένα καλαμπόκι για όλη την περίοδο. Τα χωράφια που έβγαζαν χορτάρι, το οποίο ήταν και μπόλικο αλλά άρεσε και στα βόδια, το έλεγαν βοΐδοστάτη γιατί τα βόδια δεν έφευγαν. Ευσυνείδητοι οι βουκόλοι φρόντιζαν να μην αφήνουν τα βόδια ποτέ νηστικά και φρόντιζαν πάντα να τα πηγαίνουν στα χωράφια με το περισσότερο χορτάρι. Οι βουκόλοι προκειμένου να τα κρατήσουν μακριά από ζημιές έπαιρναν μαζί και όλη την οικογένεια. Τα βόδια τα παρέδιδαν στους ιδιοκτήτες τέλη Σεπτέμβρη με τις πρώτες κακοκαιρίες, μιας και δεν διέθεταν χώρους στεγασμένους για να τα βάλουν αλλά και επειδή ξεκίναγαν και το όργωμα. Βουκόλοι στη Στενή ήταν ο Τάσος Κρητικός και ο Βαγγέλης Βλάχος (Ανθυβάγγελος).

Γιάννης Μητάκης

Παραδοσιακά επαγγέλματα και ασχολίες στη Στενή

Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας, της ύλης και της εργασιακής εξειδίκευσης. Η νέα τάξη πραγμάτων απειλεί τις παλιές συνήθειες καθώς και πολλά στοιχεία του παρελθόντος. Αν και σώζονται κράματα από τον παλιό τρόπο ζωής, υπάρχουν στοιχεία που αφανίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου και την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Η τυποποίηση έγινε πια απαραίτητη σε βάρος της αυθεντικότητας.
Εμείς θα αναφερθούμε σε παλιά επαγγέλματα και ασχολίες στην παραδοσιακή τους μορφή. Οι ανάγκες των ανθρώπων της εποχής εκείνης δημιούργησαν μια σειρά από επαγγέλματα τα οποία αντικαταστάθηκαν από άλλα που καλύπτουν τις καινούριες ανάγκες του ανθρώπου.
Οι αγροτικές δουλειές δεν βασίζονται πια τόσο σε χειρονακτική εργασία, όσο στην αυτόματη βοήθεια του τροχοφόρου οχήματος. Με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι η κτηνοτροφία αλλάζει μορφή. Όμως αυτά που οι άνθρωποι βρίσκουν πλέον στα ράφια των πολυκαταστημάτων, τα παρήγαγαν κάποτε με κόπο οι ίδιοι για δική τους κατανάλωση. Ειδικά στην ορεινή περιοχή μας, λόγω της απομόνωσης και της στέρησης ορισμένων προϊόντων, ανάγκαζαν τους κατοίκους να επιδιώκουν την αυτάρκεια. Οι οικογένειες τρέφονταν μόνο με ότι παρήγαγαν μόνοι τους, φορούσαν ότι έφτιαχναν και ότι τους έλειπε το κάλυπταν μέσω των ανταλλαγών. Το χρήμα ήταν δυσεύρετο κι ο αγώνας για επιβίωση καθημερινός. Στα χωριά μας όλοι ήταν γεωργοί. Ακόμα και αυτοί που ασχολούνταν με την νομαδική κτηνοτροφία φρόντιζαν, έστω και σε μικρό βαθμό, να καλλιεργήσουν κάτι έστω και όψιμα. Καταρχήν, όλοι φρόντιζαν να έχουν το ψωμί της χρονιάς, λίγα ρεβίθια, φάβα, κριθάρι και καλαμπόκι. Ένα μικρό περιβόλι ήταν απαραίτητο, πράγμα που έκανε πολύ σημαντικό το νερό. Συχνή ήταν επίσης κι η καλλιέργεια λίγων δέντρων: συκιές, καρυδιές, λίγες ελιές κι ένα μικρό αμπέλι ίσα ίσα για το κρασί της χρονιάς. Παρόλα αυτά, τα δένδρα ήταν πολύ λίγα μιας και συνήθιζαν να χρησιμοποιούν και την πιο μικρή σπιθαμή γης για τα δημητριακά. Ακόμα και σε δύσβατες πλαγιές που δεν μπορούσαν να ανεβούν ούτε τα ζώα, ο κόσμος καλλιεργούσε με την τσάπα ρεβίθια ή φάβα για να μην πάει ούτε μια σπιθαμή γης ανεκμετάλλευτη. Όλα τα νοικοκυριά είχαν τα ζώα τους, για να κάνουν τις δουλειές τους αλλά και να έχουν κάποιες φορές το χρόνο κρέας, γάλα, τυρί ,αυγά ακόμα και το μαλλί για τα ρούχα τους ή δέρμα γουρουνιού για τα παπούτσια τους. Δεν άφηναν τίποτα να πάει χαμένο. Εκτός από αυτά, που ήταν και οι βασικές ασχολίες στη Στενή, πολλοί είχαν και μια δεύτερη ασχολία, μια άλλη τέχνη για να τους βοηθάει στη βελτίωση της ζωής τους. Όπως προαναφέρθηκε, ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν ήταν γεωργοί στα χωριά μας. Για το λόγο αυτό οι περισσότερες ασχολίες που ακολουθούν θα έπρεπε μάλλον να αναφερθούν σαν πάρεργα παρά σαν επαγγέλματα. Σε κάποια από αυτά θα ταίριαζε περισσότερο ο χαρακτηρισμός «μικροαπασχόληση». Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι οι περισσότεροι δήλωναν πολυτεχνίτες εν’ όψη των αναγκών που απαιτούσαν αυτονομία. Τα ονόματα που αναφέρονται στα πάρεργα που ακολουθούν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις οι τελευταίοι που ασχολήθηκαν με το αντικείμενο τους.

Γιάννης Μητάκης  

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Μεταφορείς

Η επικοινωνία Χαλκίδας και χωριών γινόταν με τα υποζύγια ή τα πόδια. Για να φτάσει ο κάτοικος ενός απομακρυσμένου χωριού στη Χαλκίδα μπορεί να έκανε και πάνω από 15 ώρες με το υποζύγιο του ή και πολλές φορές με τα πόδια φορτωμένος ο ίδιος σαν υποζύγιο. Πόσες ιστορίες δεν έχουμε ακούσει από τους παλαιότερους που φόρτωναν το γαϊδουράκι τους ξύλα ή άλλα πράγματα και τα γύριζαν πίσω από την Χαλκίδα επειδή δεν έβρισκαν να τα πουλήσουν.
Σπάνιο πράγμα για τα ορεινά χωριά τα κάρα και οι σούστες λόγω της έλλειψης αμαξωτών δρόμων.
Το αυτοκίνητο του
Χαράλαμπου Κυράνα,
που μετάφερε
 εμπορεύματα και επιβάτες.
Στη Στενή υπήρχε το κάρο του Ιωάννη Γιαννούκου (Γιαννακίτσας). Είχε την ευχέρεια να μεταφέρει μεγάλα βάρη, αλλά μόνο στο δρόμο Στενής- Βούνοι-Γίδες-Πολυτήρα και Χάνια. Δεν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις αγροτικές δουλειές, μιας και δεν υπήρχαν πουθενά δρόμοι παρά μόνο μονοπάτια που ήταν μόνο για ζώα. Η απόσταση έως τη Χαλκίδα με το κάρο ήταν πάνω από 6 ώρες, μιας και ήταν αργό μεταφορικό μέσον. Την ίδια απόσταση με τα πόδια την έκαναν γύρω στις οχτώ ώρες. Στα υπόλοιπα ορεινά χωριά δεν υπήρχαν κάρα. Στα πεδινά χωριά όμως υπήρχαν αρκετά και εξυπηρετούσαν τους κατοίκους. Το μόνο που χρειαζόταν κάποιος για να κάνει τον αγωγιάτη ήταν ένα υποζύγιο και γερά πόδια. Αυτά τα είχαν όλοι. Οι μεταφορές όλων των προϊόντων γίνονταν από τους αγωγιάτες, όπως επίσης και των επισκεπτών που έρχονταν στα χωριά και ήθελαν να μετακινηθούν. Ο αγωγιάτης έβαζε τον πελάτη στο μουλάρι κι αυτός κρατώντας το από την καπιστράνα το οδηγούσε. Ήταν ένα καλοδεχούμενο πρόσθετο εισόδημα και μάλιστα με ζεστό χρήμα, πράγμα πολύ σπάνιο για την εποχή. Βέβαια τύχαιναν και οι πολύ καλές περιπτώσεις, όπως π.χ. οι επιθεωρητές των σχολείων, η χαρά του αγωγιάτη που είχε 

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Μαντάνια και νεροτριβιές

Νεροτριβιές
Η νεροτριβή ήταν κάποτε ένας ξύλινος βαθύς κάδος, που το περισσότερο μέρος του ήταν χωμένο μέσα στο έδαφος για να μην ανοίξουν τα τοιχώματα. Τα ξύλα που χρησιμοποιούνταν ήταν σφηνωμένες σανίδες δεμένες περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια.
Από ψηλά έπεφτε το νερό από βαρέλια ή σαν καταρράχτης, δημιουργούσε στροβίλους με τη δύναμη που έπεφτε, καθάριζε τα ρούχα ή ακόμα και έκλεινε τα κενά που υπήρχαν ανάμεσα στα στημόνια και τα υφάδια, τα αναμάλλιαζε και τα έκανε αφράτα. Σε κάποια χωριά όπου υπήρχαν καταρράχτες η νεροτριβή ήταν φυσική. Στην Κάτω Στενή π.χ. χρησιμοποιούσαν σα νεροτριβή τους καταρράχτες του Αγίου Στεφάνου.
Τη σημερινή εποχή οι νεροτριβές όπου κατασκευάζονται γίνονται από μπετόν και ο σωλήνας που οδηγεί το νερό στη νεροτριβή είναι πλαστικός, όπως στη νεοκατασκευασμένη νεροτριβή της φωτογραφίας. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται για καθαρισμό των ρούχων σαν ένα μεγάλο πλυντήριο.

Μαντάνια
Τοποθετημένα σε χώρους με κλίση για να δημιουργηθεί υδρόπτωση, ήταν τα μαντάνια. Δυο ή τέσσερα γερά ξύλα (κοπανάρια) για να αντέχουν στην υγρασία και τα χτυπήματα, χτυπούσαν σα σφυριά τα υφάσματα και τους έδιναν πυκνότητα.
Πολλές φορές δίπλα σε μύλους και κάποιες φορές και μόνα τους, ακούγονταν από πολύ μακριά με τον ξερό και δυνατό κρότο που έκαναν μέρα νύχτα. Από 12 έως 24 ώρες κράταγε το χτύπημα του κάθε ρούχου για να έχει το αποτέλεσμα που ήθελαν. Η τριβή, και η χαμηλή θερμότητα που αναπτυσσόταν έκανε τα υφάσματα πυκνά, γερά, σφιχτοδεμένα και συγχρόνως απαλά και αδιάβροχα. Πολύ χρήσιμα υφάσματα για τις πατατούκες και τις κάπες των τσοπάνηδων. Επίσης για τα βαριά κλινοσκεπάσματα όπως ήταν οι τσέργες και οι βελέντζες. Το νερό έπεφτε με δύναμη στην φτερωτή η οποία κινούσε τα κοπανάρια Στα Καμπιά του Κατσή. Το κτίριο διατηρείται μισοερειπωμένο πολύ κοντά στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής. Κοντά στους Βούνους του Θανάση Καμαριώτη (Παρέα). Η αμπολή από της Σταματάρας το μύλο συνέχιζε την πορεία της έδινε κίνηση στο μαντάνι και από εκεί συνέχιζε στο ποτάμι. Μετά τους Βούνους του Ντώλη το μαντάνι, λίγο πιο πάνω από τον ομώνυμο μύλο.

Γιάννης Μητάκης

Οι πρώτες γειτονιές

Όταν ανέβηκαν στη Στενή από το Σκουντέρι, οι πρώτες γειτονιές που δημιουργήθηκαν ήταν στον Κούκο και το Μεσοχώρι.
Μεσοχώρι (Μσοχώρ’): Εγκαταστάθηκαν οι Μπεληγιανναίοι, δίπλα στο Μσοχώρ’ ο Χουλιάρας.
Κούκος: Εγκαταστάθηκαν οι Γιαλοί, οι Γιαννουκαίοι, οι Ντουρμαίοι, ο Καλαμάρας, ο Πανώργιας.
Ρέμας: τα σπίτια δίπλα στο ποτάμι ήταν οι Μακρήδες και λίγο πιο ψηλά δίπλα στο δρόμο οι Καμαριωταίοι, Πισιναραίοι, Ντουμαναίοι.
-Ο μόνος δρόμος της Στενής ξεκίναγε από την Βρυσίτσα και ανέβαινε στον Κούκο
Δίπλα στη εκκλησία: Λέων,
Πλατεία: Τζιναίοι, Γκούστρας .

Γιάννης Μητάκης

Μαμές


Η μαμή ήταν πρόσωπο σεβαστό κι έχαιρε γενικής εκτίμησης στο χωριό σε αναγνώριση της προσφοράς της. Αιώνες ολόκληρους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, με την εμπειρική και πολύτιμη γνώση τους. Οι γυναίκες που γεννούσαν σπίτι τους με μαμή ήταν τυχερές, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι πολλές ήταν εκείνες που γεννούσαν μόνες τους στα χωράφια και φρόντιζαν μόνες τους το νεογέννητο. Πέντε ήταν τα βασικά στάδια που τελούσε η μαμή: ξεγεννούσε τη γυναίκα, αφαλόκοβε το νεογέννητο, το αλάτιζε, το σπαργάνιαζε και φρόντιζε τη λεχώνα.
Η μαμή
Μαρία Γ. Παπακωνσταντίνου
Όταν λοιπόν ερχόταν η ώρα της γέννας, φώναζαν τη μαμή. Αν η μαμή διαπίστωνε ότι πράγματι «ήρθε η ώρα», άναβε φωτιά στη μέση του δωματίου σε μαγκάλι και έριχνε λιβάνι. Έφερνε γύρω γύρω από τη φωτιά την έγκυο ενώ κάθε τόσο της σήκωνε τη φούστα για να ζεσταθεί. Κατόπιν έβαζε τη γυναίκα να γονατίσει με τα πόδια ανοιχτά. Μόλις γεννιόταν το παιδί, του έκοβε τον ομφάλιο λώρο. Έπαιρνε το ύστερο (πλακούντας), τον οποίο και έθαβε.
Έπαιρνε τα ρούχα πήγαινε στο ποτάμι και τα έπλενε. Το νερό που είχε πλύνει το μωρό το έχυνε σε απόμερο σημείο. Κατόπιν αλάτιζε το μωρό παντού εκτός από τα μάτια - σχεδόν το πάστωνε - το τύλιγε με τα σπάργανα και τις φασκιές. Πατούσε το κεφάλι του μωρού και το έδενε σφιχτά, για να μη γίνει μακρόστενο.
Για κάποια παιδιά που είχαν μακρουλό κεφάλι έλεγαν την εξής ιστορία: «Ντύθηκε ο Χριστός ζητιάνος και ζήτησε ψωμί. Ο πατέρας του παιδιού του είπε ψέματα ότι δεν έχει. Προσπαθώντας να το κρύψει αντί να καθίσει πάνω στο καρβέλι έκατσε πάνω στο κεφάλι του μωρού».
Η μαμή έτριβε την κοιλιά της λεχώνας με λάδι και την τύλιγε με πανί. 
Πρώτο φαγητό της λεχώνας ήταν το λιχοζούμι ή κρεμμυδοζούμι, το οποίο μαγείρευαν με κρεμμύδι, λάδι και νερό. Το έτρωγε ζεστό για να ζεσταθεί και να καθαρίσει ο οργανισμός από τα υπολείμματα της γέννας. Το κρεμμύδι ήταν απαραίτητο, όπως πίστευαν, για να κατεβάσει μπόλικο γάλα. Ζέσταιναν επίσης και κρασί για να δώσουν στη λεχώνα να πιει. Την τρίτη ημέρα είχανε τα «πλυσίματα» ή «κολυμπούδια». Έπλενε η μαμή το μωρό στη σκάφη, και γινόταν το ασήμωμα. Όσα χρήματα έπεφταν στη λεκάνη ήταν η αμοιβή της μαμής. Αυτή την ημέρα έφτιαχναν λουκουμάδες. Έως τις σαράντα ημέρες συνέχιζαν να αλατίζουν πριν φασκιώσουν τα μωρά αλλά αυτή τη φορά με ψιλό αλάτι. Σε πολλά χωριά παρέλειπαν αυτή τη διαδικασία, ενώ σε κάποια άλλα συνήθιζαν να «καθαρίζουν» τα αίματα. Ξυράφιζαν την πλάτη του μωρού (!). Αυτό το έκαναν γιατί πίστευαν ότι με το καθάρισμα του αίματος που έφευγε δεν έβγαιναν «καλόγεροι» και άλλες παθήσεις.
Κρεβάτι του μωρού ήταν ένα κουβέλι (παλιά κυψέλη) κομμένο στη μέση.

Στη Στενή παλιές μαμές ήταν η Γιαννούλα Καμαριώτη, η Κυριακή Πατερίτσα και η Αγγελού χήρα Δημητρίου Γαλάνη (γριά -κοντή), η οποία εκτός από μαμή ήταν και γιάτρισσα. Μεταγενέστερη ήταν η Σοφίτσα Παπαναστασίου. Το 1930 το χωριό απέκτησε και διπλωματούχο μαμή την Ελένη Τζίνη και το 1940 την επίσης διπλωματούχο Μαρία Παπακωνσταντίνου.

Γιάννης Μητάκης

Λιοτρίβια

Η ελιά.
Από την αρχαιότητα η καλλιέργεια της ελιάς ήταν η πιο διαδεδομένη καλλιέργεια δένδρου στη χώρα μας. Ιερό δένδρο από τότε που η θεά Αθηνά τη φύτεψε στην Ακρόπολη, αρχέγονο σύμβολο ειρήνης, γονιμότητας, ευφορίας και ευημερίας, η δόξα των Ολυμπιονικών, συνεχίζει ακόμα και σήμερα να είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την λαϊκή λατρεία. Με το λάδι της φωτίζει τους Αγίους μέρα νύχτα, βαφτίζει τα νεογέννητα, ξεματιάζει.
Η ανάγκη για υπερκαλλιέργεια των δημητριακών τις δύσκολες εποχές έκανε τους κατοίκους της Δίρφης να παραμελήσουν τις ελαιοκαλλιέργειες.
Υπήρχε εποχή που οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής καλλιεργούσαν φάβα, ρεβίθια και στην πιο απότομη πλαγιά με την τσάπα, μιας κι εκεί δεν μπορούσαν να ζευγαρίσουν, για να επιβιώσουν. Το λάδι ήταν πολύ λίγο κι έτσι αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν και το λίπος του χοιρινού για να αντικαταστήσουν το λάδι. Λίγο και πολύτιμο προϊόν εκείνη την εποχή. Ξεχωριστή και σημαντική αναφορά στις προίκες τα λιόδεντρα, όπως επίσης και σε κάθε είδους μοιρασιά. Άλλος έπαιρνε το χωράφι και άλλοι μοιράζονταν τις ελιές που υπήρχαν μέσα σε αυτό. Σύστημα ακατανόητο τη σημερινή εποχή αλλά χρήσιμο και συνηθισμένο κάποτε. Μετά τις δύσκολες εποχές οι κάτοικοι των χωριών εντατικοποίησαν την καλλιέργεια της ελιάς. Γνωστές είναι οι ιστορίες για το πώς έφερναν οι Στενιώτες τις αγριελιές από τα Βίλια ή το μίσθωμα καϊκιού από τους Καθενιώτες για να φέρουν ελιές από τη Λίμνη. Έφερναν τις αγριελιές και μετά αναλάμβαναν οι ειδικοί να τις μπολιάσουν. Τη σημερινή περίοδο, όπου κι αν στρέψεις τα μάτια σου σε όλα τα χωριά αυτό που αντικρίζεις είναι μια ατέλειωτη «θάλασσα» από λιοστάσια.

Το μάζεμα
Ερείπια λιοτριβιού στην Κάτω Στενή
Από τον Οκτώβρη ξεκινάει το μάζεμα τις ελιάς. Την εποχή αυτή οι ελιές έχουν μαυρίσει και λαδώσει. Οι ελιές της περιοχής ψηλές και ανθεκτικές στις δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες είχαν ανάγκη από «τιναχτή». Με μια μακριά τέμπλα ράβδιζε από κάτω ή ανέβαινε πάνω στο δέντρο ενώ από κάτω οι λιομαζώχτρες μάζευαν υπομονετικά έως και την τελευταία ελιά. Μετά το μάζεμα γινόταν το καθάρισμα από τα φύλλα και η μεταφορά τους στο λιοτρίβι μέσα σε κόφες.
Δυο μεγάλες πέτρες με συνδεδεμένα τα κέντρα τους και η ανθρώπινη δύναμη ήταν η τεχνογνωσία της παλιάς εποχής. Αργότερα τα ανθρώπινα χέρια αντικαταστάθηκαν από τα ζώα. Όλα τα λιοτρίβια της περιοχής δούλευαν μέρα νύχτα για να καλύψουν τις ανάγκες Δυο βάρδιες συνήθως με επικεφαλής πάντα τον αρχιμάστορα ο οποίος έφτιαχνε και τα τσαντίλια δουλειά πολύ δύσκολη που δεν μπορούσε να την κάνει ο καθένας. Η πληρωμή ήταν πάντα σε λάδι μιας και την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν χρήματα.
Στο αλώνι ρίχνονταν οι ελιές, όπου στην αρχή με τα χέρια και μεταγενέστερα με τα ζώα, κινούσαν τις βαριές στρογγυλές πέτρες και τις πολτοποιούσαν. Η μια πέτρα πολτοποιούσε την ελιά και η άλλη οδηγούσε τον πολτό στην άκρη. Την πολτοποιημένη ελιά την ονόμαζαν «φαΐ». Ένας εργάτης με φτυάρι αναλάμβανε να σπρώχνει τις ελιές που ξέφευγαν πάλι στις μυλόπετρες. Το αλώνι είναι ένας κυκλικός υπερυψωμένος χώρος στρωμένος με γερές γρανιτένιες πέτρες, για να αντέχουν την πίεση, με διάμετρο συνήθως στα τρία μέτρα, υπερυψωμένος στην άκρη για να μην χύνεται έξω ο πολτός. Στο κέντρο του αλωνιού διακρίνεται ο κάθετος μεταλλικός στύλος τον οποίο αγκάλιαζε με δακτύλιο ο οριζόντιος στύλος ο οποίος ένωνε τις δυο πέτρες. Ο άξονας που προεξέχει από τη δεξιά πλευρά είναι το σημείο που δενόταν το ζώο για να γυρίζει τις πέτρες. Μουλάρια ήταν τα ζώα που χρησιμοποιούσαν συνήθως για το γύρισμα, τα οποία πολλές φορές ζαλίζονταν οπότε τους έκλειναν τα μάτια με πανί για να συνεχίσουν. Σε παλαιότερες εποχές όπου οι πέτρες γύριζαν με την ανθρώπινη δύναμη στο κάθετο δοκάρι και στο ύψος ανθρώπου υπήρχε μια τραβέρσα η οποία προεξείχε από το αλώνι. Τις άκρες αυτής της τραβέρσας κινούσαν εργάτες βάζοντας τους ώμους τους. Έσπρωχναν συνήθως τέσσερις εργάτες δυο από την κάθε προεξοχή.
Από παλιό λιοτρίβι στο Σκουντέρι 
Το πιεστήριο (Η σφίξη βγάζει το λάδι).
Οι ελιές αφού γίνονταν πολτός ,τις έπαιρναν από το αλώνι, τις έβαζαν σε ειδικούς ντορβάδες, τα τσαντίλια, τα οποία τα έβαζαν το ένα πάνω στο άλλο. Κατόπιν πίεζαν οι εργάτες με την μανιβέλα ώσπου να βγει το λάδι. Συγχρόνως ρίχνουν στα τσαντίλια καυτό νερό για να κάνουν ευκολότερη την εξαγωγή. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται πολλές φορές ώσπου να μείνει στο τέλος μόνο το λικούκι, η στημένη σάρκα του καρπού, τα οποία πουλούσαν για ζωοτροφή. Το ανακάτευαν με αλεύρι από σιτάρι κριθάρι καλαμπόκι και έκαναν το χειράλευρο. Αργότερα το λικούκι το πούλαγαν για καύσιμο υλικό. Στη φωτογραφία φαίνεται η μεταλλική πλάκα η οποία κατέβαινε με τη βοήθεια του περιστρεφόμενου βιδωτού κοχλία. Κοντά στη πρέσα ήταν το καζάνι πάνω στην μπιριστιά (Τζιροστιά) ή η καμινιέρα που έβραζε όλη την ημέρα νερό. Υποχρέωση του κάθε ελαιοπαραγωγού που πήγαινε να βγάλει το λάδι να πάει στο λιοτρίβι ένα φόρτωμα ξύλα.
Τα τσαντίλια Είναι μεγάλοι σάκοι φτιαγμένοι αρχικά από τραγίσιες τρίχες και μεταγενέστερα από συνθετικό υλικό. έβαζαν τις πολτοποιημένες ελιές στο τσαντίλι, δίπλωναν τις τέσσερις άκρες διαγώνια και τις έδεναν με το τρίχινο σκοινί.
Η γούρνα.
Μετά το στύψιμο το λάδι και το νερό οδηγούνται με αυλάκι στη γούρνα, όπου από εκεί μαζεύεται το λάδι. Το λάδι βγαίνει ψηλά κα μαζεύεται, ενώ αυτό που μένει στο τέλος είναι λιγδωμένο νερό και αυτό λέγεται «καραμπάτσα»
H ανθρώπινη επινοητικότητα έκανε θαύματα. Το νερό ήταν πολύ χρήσιμο για τα λιοτρίβια και όπου δεν υπήρχε κοντά πολύ νερό έβρισκαν τρόπους για να μαζεύουν. Με αυτή τη σπασμένη στάμνα και τον σωλήνα ο ιδιοκτήτης του λιοτριβιού μάζευε τα «σταλάματα» από τις διπλανές στέγες και τα οδηγούσε στη στέρνα.
Λιοτρίβια
Κάθε χωριό από πολύ παλιά είχε τα λιοτρίβια του. Πολλά από αυτά μετατράπηκαν σε υδραυλικά ενώ κάποια άλλα εγκαταλειφθήκαν. Στην Πάνω Στενή υπήρχε το συνεταιρικό λιοτρίβι στη Βρυσίτσα ιδιοκτησίας Μέργου (Τσάλης), δάσκαλου Παπακηρύκου και Παναγιώτας Ντούρμα-Σιμιτζή. Ανάλογα με τα μερίδια που είχε η κάθε οικογένεια δούλευαν και το λιοτρίβι. Τρεις ημέρες η οικογένεια Μέργου με τους εργάτες τους και την πελατεία τους και άλλες τρεις οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες με τους εργάτες τους. Αρχιμάστορες στο λιοτρίβι ήταν ο Γιάννης Λέων (Γιαγιάννης) και ο Δημήτριος Ντούρμας(Μανταλός). Στην Κάτω Στενή μέσα σε κτίριο με γκρεμισμένη τη στέγη διασώζεται το παλιό λιοτρίβι. Η πληρωμή των εργατών και του μάστορα γινόταν πάντα με λάδι. Ίσως ένα σύγχρονο λιοτρίβι να μπορούσε να κάνει τη δουλειά που έκαναν όλα αυτά τα λιοτρίβια μαζί, αλλά ένα είναι σίγουρο. Ακόμα και το λιοτρίβι με την πιο σύγχρονη τεχνολογία δεν θα μπορούσε να βγάλει την ποιότητα και την καθαρότητα αυτού του λαδιού.

Γιάννης Μητάκης



Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Καλιγωτές ή αλμπάνηδες

Ένα ακόμα επάγγελμα το οποίο αφορά τα υποζύγια. Λεπτή και δύσκολη δουλειά μιας και αφορούσε την οπλή του ζώου, η οποία αν καταστρεφόταν τo καθιστούσε άχρηστο. Από ατζαμήδες πεταλωτές ή πεταλωτές που έκαναν και τους κτηνίατρους, βγήκε και η λέξη για όλους τους αδέξιους τεχνίτες ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός του αλμπάνη και η γνωστή παροιμία «μια στο καρφί και μια στο πέταλο». Επίσης όσο μεγάλωναν τα νύχια του ζώου, τόσο πιο κουραστικό γινόταν το περπάτημα. Το ζώο με τα πέταλα ήταν προστατευμένο. Χωρίς τα πέταλα σωνόταν η οπλή, το ζώο αρρώσταινε, έβγαζε αίμα και στο τέλος ψοφούσε.
Πιο ευαίσθητα ζώα στο περπάτημα ήταν τα άλογα γι αυτό
από πολύ παλιά φρόντιζαν να τα πεταλώνουν όλα. Τα μουλάρια και τα γαϊδούρια δεν τα καλίγωναν πάντα γιατί δεν το θεωρούσαν απαραίτητο ή καλίγωναν μόνο τα μπροστινά πόδια. Ο ιδιοκτήτης σήκωνε το πόδι του ζώου και το δίπλωνε για να δουλέψει πιο εύκολα ο τεχνίτης. Σε ατίθασα ζώα, όπως για παράδειγμα στα μουλάρια, τους έβαζαν τη «διαβασά», το ειδικό φίμωτρο για να μη δαγκώνουν. Αρχικά, ο πεταλωτής ξεστράβωνε από το πάνω μέρος τα καρφιά, τραβούσε με δύναμη και τα έβγαζε. Με αυτό τον τρόπο αφαιρούσε το παλιό λειωμένο πέταλο. Ακολούθως, με το ειδικό κλαδευτήρι το σατράνι ή κόφτρα ή καγιάρα έκοβε και περιποιούταν τα νύχια (καγιάρισμα) του ζώου, με τη ράσπα λιμάριζε την οπλή για να εφαρμόσει πιο καλά το πέταλο, με την ξύστρα ένα κοφτερό εργαλείο καθάριζε τις οπλές από τα κατάλοιπα.
Ο καλιγωτής έπρεπε να γνωρίζει σε πόσο βάθος στην οπλή του ζώου κυκλοφορεί το αίμα. Το σημείο που τελειώνει το κόκαλο και αρχίζουν τα νύχια λέγεται πουλάκι. Έπαιρνε το κατάλληλο πέταλο, ατσαλωμένο σίδερο με έξι τρύπες στις άκρες, κι επειδή στις άκρες το ζώο έχει περισσότερη κεράτινη πλάκα, το εφάρμοζε και το κάρφωνε με τα καρφιά. Τα καρφιά έβγαιναν από την άλλη μεριά της οπλής επάνω. Ο καλιγωτής με την τανάλια γύριζε και έκοβε το καρφί που προεξείχε (λόθρα). Αυτοί που καλίγωναν μόνοι τους δεν είχαν όλα αυτά τα εργαλεία. Συνήθως χρησιμοποιούσαν ένα σφυρί, μια τανάλια, και κάτι που να μπορούσε να κάνει τη δουλειά που έκανε το σατράνι, μάλλον κοσόρα (εργαλείο που καθάριζαν τα ξύλα) και γλύτωναν το δίδραχμο που ήταν η αμοιβή του καλιγωτή. Καλιγωτές στην Κάτω Στενή ήταν ο Νικόλαος Κρητικός (Βασιλιάς), ο Χαράλαμπος Καλαμάρας και στην Πάνω Στενή ο Σπύρος Βασιλείου (Μομότας), ο γαμπρός του Γρηγόρης Παπαγεωργίου, ο Γιώργος Μαστρογιάννης (Φούτρας) και ο Γεώργιος Γερακίνης (Γεωργιάδης).

Γιάννης Μητάκης


Κυραναίοι Κάτω Στενής

Α) Ο Χρήστος Κυράνας παντρεύτηκε την Κατερίνα Μπούρικα (Στροπώνα).
Έκαναν δυο παιδιά, τον Πέτρο και τη Βασιλίτσα.
1) Ο Πέτρος παντρεύτηκε την Ελένη Καμαριώτη και έκαναν μια κόρη την Κατερίνα, που παντρεύτηκε το Χρήστο Περήφανο από την Κερασιά και μένουν στον Καράμπαμπα.
Παιδιά τους η Σταυρούλα, ο Πέτρος, ο Γιώργος και η Ελένη.
Ο Πέτρος ήταν αντάρτης και σκοτώθηκε από συναγωνιστές του μετά από σκευωρία.
Ο Αγγελής Κουτσαύτης και η Βασιλική Κυράνα
2) Η Βασιλίτσα παντρεύτηκε τον Αγγελή Κουτσαύτη, έμειναν στον Καράμπαμπα και έκαναν τον Πέτρο, το Βαγγέλη, το Χρήστο και το Σπύρο.
Β) Ο Αγγελής πήρε την Παρασκευή και έκαναν τη Βαγγελιώ, το Χρήστο, τη Σταυρούλα και το Γιώργο (Γούσας).
1) Η Βαγγελιώ παντρεύτηκε στα Ψαχνά.
2) Ο Χρήστος πήρε την Κατερίνα Μαστρογιάννη (του Μάχα).
3) Η Σταυρούλα παντρεύτηκε στα Πολιτικά τον Καρκαλέτση, που καταγόταν από την Καρδίτσα.
4) Ο Γιώργος παντρεύτηκε με τη Ρούλα Ράπτη από το Βόλο, διαμένουν στα Κάτω Λεχώνια στο Πήλιο και απέκτησαν δύο κόρες. α) Την Ειρήνη, που είναι παιδίατρος στο Λονδίνο, στην ομάδα μεταμοσχεύσεων παιδικού ήπατος και παντρεύτηκε το Δημητριάδη Ευστάθιο, Χημικό Μηχανικό.
β) Την Παρασκευή-Σοφία, που είναι Ψυχολόγος Υγείας-Σεξολόγος και παντρεύτηκε τον Χατζηχρήστο Δημήτριο, Καθηγητή Πανεπιστημίου.
Γ) Ο Κώστας (Λυκάς) έκανε το Μιχάλη (Παπαρούνας), που δεν παντρεύτηκε και το Θοδωρή.
Ο Θοδωρής είχε μπακάλικο στη Νεοφύτου και παντρεύτηκε στη Χαλκίδα την Ελένη Βλασιά και δεν έκαναν παιδιά.
Δ) Η Ελένη..............

Καλαμητσαίοι
Ο Λάμπρος Κυράνας έκανε:
Α) Το Γιάννη που παντρεύτηκε την Παναγιού Σιμιτζή και έκαναν:
1) Το Μήτσο που παντρεύτηκε τη Μαρία Μασούρη από το Μίστρο.
2) Το Βαγγέλη που παντρεύτηκε την Ελένη Ντούρμα από τον Πούρνο.
Πήγε στον Πούρνο μετά το 1945 και πήρε κι αυτός κλήρο από το τσιφλίκι που ήταν προς την Καναλιά.
Έκαναν την Κατίνα, τη Γιούλα, τη Γιαννούλα και τη Γεωργία.
3) Τη Μαρία που παντρεύτηκε το Γιάννη Γάτο και έκαναν τη Γιούλα, την Ελένη, την Παρασκευή (Μιτζιφίραινα), δίδυμα την Τασούλα και το Μήτσο, τον Κώστα και το Νίκο.
4)Το Σπύρο που παντρεύτηκε την Παναγιού Κατσανά (του Κάραλη)
Β)Τον Κώστα που πήρε τη Σταυρούλα .Έκαναν την Κατίνα και τη Βασίλω (Μάγαινες)
Γ)Την Παναγιού που πήρε το Γιάννη Γιαμά (Καρβελά).

Ο Παπαδημήτρης Κυράνας πήγε στο Πούρνο για να γίνει παπάς (χειροτονήθηκε 4/2/1928).Γυναίκα του η Σοφία Κρητικού.
Έκαναν
Τον Αγγελή που πήρε την Βαγγελιώ Ντούρμα 
Το Θανάση που παντρεύτηκε στους Καθενούς
Το Μιχάλη που παντρεύτηκε κι αυτός στους Καθενούς
Το Στέλιο που παντρεύτηκε τη Μαρία Τζίνη
Το Γιώργο που παντρεύτηκε την Πολυξένη Λέων, την κόρη του Σαμαγκούρα.
Το Χρήστο που ήταν χωροφύλακας στην Ήπειρο και παντρεύτηκε εκεί.
Τη Σοφία που έμεινε ελεύθερη

Χαραλαμάκης
Ο Χαράλαμπος Κυράνας (Χαραλαμάκης)
με τη σύζυγό του Βασίλω, το γένος Καμαριώτη
Ο Χαραλαμάκης παντρεύτηκε τη Βασίλω Καμαριώτη (Τσιγγαράκη).
Είχε μια αδερφή τη Μένια που δεν παντρεύτηκε.
Ο Χαραλαμάκης έκανε το Μήτσο, το Γιάννη, την Κατίνα και τη Σωτήρω.
1) Ο Μήτσος παντρεύτηκε τη Βαγγελιώ Ρούσσου στην Ερέτρια.
2) Ο Γιάννης που παντρεύτηκε τη Βασίλω Μπεληγιάννη.
3) Η Κατίνα που παντρεύτηκε τον Κώστα Ανυφαντή στην Ερέτρια
4) Η Σωτήρω που παντρεύτηκε τον Αγγελή Γιαμά




*Βοηθήστε μας να συμπληρώσουμε ή και να επεκτείνουμε το γενεαλογικό σας δένδρο.


Γεωργοί

Η σπορά
Τον Οκτώβριο (Αγιοδημητρήτης) αρχίζουν τα πρωτοβρόχια. Μαλακώνει η γης και γίνεται έτοιμη για όργωμα. Το φθινόπωρο έχουμε την πρώιμη σπορά. Σιτάρι, κριθάρι, ρόβη, σίκαλη, βρωμάρι, φακή, φάβα. Σε μια άκρη του χωραφιού έσπερναν τη βρίζα για να κάνουν τα δεμάτια. Το Γενάρη-Φλεβάρη, είχαμε τα "ψιμοκρίθια". Δηλαδή τη σπορά κριθαριού και βρόμης για την τροφή των ζώων. Την άνοιξη είχαμε την όψιμη σπορά. Καλαμπόκι, ρεβίθια. Έως και την δεκαετία του 1960 πολλοί, ζευγάριζαν ακόμα με τα βόδια και τον παλιό τρόπο. Από βραδύς ο γεωργός ετοίμαζε το σπόρο και τα εργαλεία του. Πριν το χάραμα ξεκίναγαν για το χωράφι που ήταν για όργωμα. Τα βόδια που όργωναν ήταν τις περισσότερες φορές δυο, γι αυτό και το όργωμα λεγόταν και ζευγάρι (Έϊς ζιβγάρισμα αύριου;) και ο γεωργός και ζευγάς. Συνήθως αν είχε μόνο ένα έκανε κολιγιά με κάποιον άλλον και ζευγάριζαν μαζί αλλά υπήρχαν και οι περιπτώσεις που ο γεωργός όργωνε και με ένα βόδι.
Πρώτη δουλειά του ζευγολάτη ήταν να ζέψει τα βόδια του στο ζυγό.
Ο ζυγός ήταν ένα μια κατασκευή από δυο ξύλα τα οποία εφάρμοζαν στον λαιμό των ζώων. Το πάνω ξύλο είναι οριζόντιο και το κάτω με δυο καμπύλες για να εφαρμόζουν. Δεξιά και αριστερά από τον λαιμό κάθε ζώου ήταν σφηνωμένες δυο βέργες, οι ζεύλες, οι οποίες ήταν δεμένες στο κάτω μέρος με σχοινί για να κρατάει τα ζώα στο ζυγό. Με το ένα χέρι κρατούσε τα γκέμια και με το άλλο το αλέτρι. Το ξύλινο αλέτρι αποτελείται από πολλά κομμάτια που το καθένα έχει το όνομα του. Το κάτω χοντρό ξύλο συνήθως λέγεται "κουντούρι". Μπροστά του στηρίζεται το "υνί". Πίσω από το "υνί" είναι το "παράβολο" για να στρώνει το χώμα και στη μέση είναι η "σπάθα".
Πιο πίσω, προς το τέλος είναι το "σταβάρι". μακρύ ξύλο καμπυλωτό που περνάει απ' τη "σπάθα", όπου μπορεί ν' ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο "κουντούρι" με "σφήνα". Το πίσω μέρος είναι η "κοντονουρά" (η χειρολαβή). Κατόπιν σκορπούσε το σπόρο. Ο σπόρος ήταν μέσα στην σποροποδιά και ο γεωργός πέταγε το σπόρο με το χέρι δεξιά-αριστερά. Μετά άρχιζε το όργωμα για να καλυφθεί ο σπόρος. Πέταγε σπόρο όσο έφτανε το χέρι του και αυτό λεγόταν μια σποριά. Όργωνε αυτό και στη συνέχεια ξανάσπερνε, από φόβο μήπως πιάσει κακοκαιρία, αναγκαστεί να τα παρατήσει και ο σπόρος μείνει εκτεθειμένος στα πουλιά. Το όργωμα γινόταν σε ευθεία γραμμή κάνοντας όλο το μήκος του χωραφιού και μόλις έφταναν στην άκρη γύριζαν τα ζωντανά παράλληλα και στην αντίθετη διεύθυνση. Εκεί ο γεωργός έπαιρνε μια ανάσα, καθάριζε με το ξύστρο το αλέτρι αλλά και τσαρούχια του από τις λάσπες. Η γυναίκα ακολουθούσε και με την τσάπα έσπαζε τα σβόλια και ισωμάτιζε τα αυλάκια καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο καλύτερα το σπόρο. Η εργασία αυτή λεγόταν σκάλος (σκάλισμα) Η σπορά κρατούσε από έναν έως και δυο μήνες. Η νέα τεχνολογία, το σιδερένιο αλέτρι άλλαξε τελείως τον τρόπο οργώματος. Το βαρύ σιδερένιο αλέτρι έμπαινε πιο βαθιά στη γη μόνο του και δεν απαιτούσε τη μεγάλη δύναμη των βοδιών για να το σύρουν τα οποία αντικαταστάθηκαν από πιο ευκολοσυντήρητα υποζύγια, άλογα και μουλάρια
Πρώτη δουλειά του γεωργού να βάλει στο άλογο τη λαιμαριά. Ένα δερμάτινο κολάρο γεμισμένο με μαλλί . Εξωτερικά ήταν ραμμένες δυο μεταλλικοί ράβδοι και στην μέση ένας κρίκος. Στον κρίκο έμπαινε ένας γάντζος με δυο αλυσίδες, το τραφτό, οι οποίες κατέληγαν στο ξύλο που ήταν στο αλέτρι ή στη σβάρνα. Οι πολλοί σβώλοι απαιτούσαν πέρασμα με τη σβάρνα, φτιαγμένη από ξύλα, σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου, που προσδεμένη πίσω από το υποζύγιο, που οδηγείτο από το γεωργό ο οποίος ήταν πάνω στη σβάρνα, έστρωνε το χώμα μετά από το όργωμα.
Ο σκάλος: Πίσω από το αλέτρι ακολουθούσε συνήθως η γυναίκα του ζευγολάτη με ένα τσαπί και ισωμάτιζε τα αυλάκια που άνοιγε το αλέτρι.
«Σαββάτου κίνα, Σαββάτου μη πουσώνεις»
Μετά του Αγίου Κωνσταντίνου ξεκινάει η συγκομιδή των σπαρτών. Δυο μήνες με την πιο σκληρή δουλειά του χρόνου, που θα τελειώσει μόλις μπουν στο πλέχτη (πλέχτ) ο σανός (ζωοτροφή), και στα αμπάρια τα δημητριακά για την οικογένεια. Πρώτα θερίσματα οι ζωοτροφές.
Ο σανός. Πρώιμα πριν ψωμώσουν, για να τα τρώνε τα ζώα. Η τροφή για τα ζώα που θα μπει στον πλέχτη για τον χειμώνα που λόγω καιρού δεν θα μπορούν να βοσκήσουν. Πρώτο θέρισμα ο βίκος. Με τα χέρια ή το δρεπάνι παλαιότερα, με την κόσα αργότερα. Τον έκοβαν τον έκαναν αγκαλιές τον γύριζαν κι από τις δυο μεριές για να στεγνώσει καλά, τον έδεναν με σπάρτο και τον κουβάλαγαν στον πλέχτη. Άφηναν μικρή ποσότητα για να γίνει, τον θέριζαν αργότερα έπαιρναν τον καρπό και τον κράταγαν για σπόρο. Το ίδιο γινόταν και για το κριθάρι και το βρωμάρι. Αμέσως μετά, τέλη Μαΐου αρχίζει η πρώτη συγκομιδή των σπαρτών που προορίζονται για τη διατροφή της οικογένειας.
Η φάβα. Την εποχή του θερισμού των καρπών (οσπρίων) τις αποκαλούσαν "καρποθέρια". Την έβγαζαν με τα χέρια, την έκαναν αγκαλιές, φόρτωναν τα υποζύγια, και τα πήγαιναν στα αλώνια. Το αλώνισμα της φάβας την έκανε μόνη της η κάθε οικογένεια μιας και η ποσότητα ήταν μόνο για τις ανάγκες της. Αν και εφόσον η ποσότητα που έβγαινε ήταν περισσότερη την πούλαγαν ή την άλλαζαν με κάποιο άλλο τρόφιμο που δεν είχαν όπως πχ το ρύζι. Την έβαζαν στο αμπάρι και όποτε χρειαζόταν την πέρναγαν στο χειρόμυλο. Συνηθισμένη διαδικασία να μαγειρεύουν μεγάλη ποσότητα να την βάζουν στον τάλαρο και να παίρνουν όποτε ήθελαν μιας και είναι ένα φαγητό το οποίο διατηρείται μαγειρεμένο αρκετά. Το Μάη μάζευαν επίσης τις φακές και τη ρόβη. Πρώτη δουλειά στις αρχές Ιουνίου ή Θεριστή, το θέρισμα της βρίζας, για να χρησιμοποιηθεί για το δέσιμο των δεματιών. Έκοβαν τη βρίζα της οποίας η καλαμιά είναι μακριά και ανθεκτική, τη μούσκευαν, την πατούσαν για να μαλακώσει, την έστριβαν και ήταν έτοιμη για δέσιμο. Το σπόρο της βρίζας τον κράταγαν για να τον χρησιμοποιήσουν την επόμενη χρονιά. Όσοι δεν είχαν βρίζα χρησιμοποιούσαν σπάρτα τα οποία είναι πιο δύσκολα στο δέσιμο. Μετά άρχιζε η σημαντικότερη δουλειά του χρόνου. Το θέρισμα του σιταριού. Το ψωμί του σπιτιού για όλο το χρόνο.
Κοπιαστική δουλειά ,η οποία γινόταν όλη την ημέρα και κάποιες φορές και νύχτα αν είχε φεγγάρι. Για να κοιμηθούν έφτιαχναν στην άκρη το απάγκιο όπως το έλεγαν, και λαγοκοιμόντουσαν ίσα για να ξεκουραστούν. Έτρωγαν το γάλα από τη γίδα που είχαν δέσει στο χωράφι, ελιές, ψωμί , και κάποιες λίγες φορές η γυναίκα πήγαινε σπίτι και έφτιαχνε φαΐ, μαζί με κάποιες άλλες δουλειές που είχαν μείνει πίσω. Το ψωμί το μετέφεραν με το ψωμοσάκλο, το φαί με το παγκράκ’. Νερό στο χωράφι μετέφεραν με τον ματαρά και τη βτσέλα. Το χωράφι το θέριζαν τμηματικά όλοι μαζί στη σειρά. Το κάθε κομμάτι το έλεγαν έργος και για αυτό τους θεριστάδες αργάτες. Μεγάλο φόβο οι θεριστάδες είχαν για τα φίδια που μπορεί να κρύβονταν στο σπαρτό μιας και είναι η εποχή τους. Συνήθως θέριζαν οι γυναίκες ενώ οι άνδρες αναλάμβαναν το δέσιμο των δεματιών και το κουβάλημά τους στα αλώνια. Για να προφυλαχτούν από τον ήλιο οι γυναίκες φόραγαν μαντήλια. Για τις παλαμονίδες (αγριόχορτα με φαρμακερά αγκάθια) και τα τριβόλια (αγκαθωτοί σπόροι αγριόχορτου), φορούν κάλτσες στα πόδια και στα χέρια. Άλλα ενοχλητικά αγριόχορτα, είναι οι μητρούσες, οι γκουρλομάτες, οι γαλανές, οι παπαδίτσες, η κολιτσίδα, και άλλα αγκαθωτά. Μικρή μονάδα μέτρησης του θεριστή η «χεριά» δηλαδή όσα στάχια χώραγαν μέσα σε μια χούφτα. Έξι χεριές ένα λιμάρη. Τρία λιμάρια ένα από την μία πλευρά, ένα από την άλλη κι ένα όπως να είναι, αλλά με τον καρπό πάντα προς τα έξω, έκαναν ένα δεμάτι. Τα δεμάτια τα φόρτωναν ανά δυο στα μικρά ζώα και ανά τέσσερα τα στα μεγάλα, και τα πήγαινα στα αλώνια και έκαναν θημωνιές. Ο κάθε ένας είχε το χώρο του στα αλώνια, «τα αλώνια μας» όπως τα έλεγαν, τα οποία βέβαια δεν έγιναν ποτέ ιδιοκτησία κανενός ανήκαν πάντα στην κοινότητα.

Γιάννης Μητάκης

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Βαρελάδες

Κάθε νοικοκυριό είχε το βαρέλι του για το κρασί της χρονιάς.
Οι βαρελάδες φρόντιζαν για την κατασκευή αλλά και επισκευή των βαρελιών. Τα βαρέλια τα έφτιαχναν από δυο ειδών ξύλα. Στα χωριά μας υπερτερούν δύο είδη ξύλινων βαρελιών, κυρίως από καστανιά και πολύ λιγότερα από μουριά. Πιο συγκεκριμένα, το ξύλο της καστανιάς είναι το πιο ανθεκτικό αλλά έχει το μειονέκτημα ότι κρατάει τη μυρωδιά της.
Για αυτό το λόγο πριν βάλουν για πρώτη φορά κρασί, γέμιζαν το βαρέλι με νερό και το άφηναν για μεγάλο χρονικό διάστημα ώσπου να ξεμυρίσει. Τα ξύλα τα έκοβαν μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου και με το κατάλληλο φεγγάρι. Για τις δρούγες ή ντρούγες, τις πλαϊνές τάβλες, χρειαζόταν ειδική προεργασία για να πάρουν το συγκεκριμένο κυρτό σχήμα. Όσα ήταν μισοέτοιμα, κοντά στο σχήμα που ήθελαν, απλώς τα πελέκαγαν με το στραβοσκέπαρνο. Τα ίσια για να τα φέρουν στο σχήμα που ήθελαν τα έκαιγαν στη φωτιά. Τα βντώματα (φουντώματα), τα δυο πλαϊνά, είναι από ίσα ξύλα. Τα κολλούσαν το ένα δίπλα στο άλλο και τα έκοβαν στρογγυλά στο μέγεθος που ήθελαν. Έβαζαν μια πατούρα στη ντούγα και πέρναγαν τα βντώματα Σφήνωναν τα βντώματα μέσα στις ντούγες, έβαζαν και τα στεφάνια και με αυτό τον τρόπο το βαρέλι ήταν έτοιμο. Στο ένα βντώμα άφηναν μια τρύπα για την κάνουλα, ενώ με το σουβλί έκαναν άλλη μια μικρή τρύπα, τον τύλο (πύλο) για να παίρνει αέρα και να αδειάζει το βαρέλι. Στο πάνω μέρος του βαρελιού υπήρχε η «όκνα», αρκετά μεγάλη τρύπα για να βάζουν από εκεί το μούστο. Οι βαρελάδες έφτιαχναν επίσης και άλλα πράγματα όπως τάλαρους, αλλά και βαρέλια για τους νερόμυλους. Μονάδα μέτρησης του κρασιού ήταν η «μπότσα». Μια «μπότσα» 2 οκάδες. Γύρω στις 100 μπότσες ήταν η παραγωγή από ένα στρέμμα αμπελιού. Βαρελάς στη Στενή ήταν ο Γιάννης Γερακίνης και ο Κώστας Καρλατήρας (Μοναχογιός).

Γιάννης Μητάκης

Μπακάλικα της Στενής

Τα μπακάλικα στη Στενή ήταν οικογενειακές επιχειρήσεις.
Όποιος ήθελε να ασχοληθεί με αυτό, διαμόρφωνε ένα χώρο στο ισόγειο του σπιτιού του (πολύ λίγοι είχαν ενοικιαζόμενα) και με τη βοήθεια του μαραγκού του χωριού έφτιαχνε τον εξοπλισμό, ο οποίος αποτελείτο από τον πάγκο, πάνω στον οποίο ήταν η ζυγαριά με τα ζύγια και από κάτω είχε ράφια και ασφαλώς το συρτάρι για τις εισπράξεις, που μέσα ήταν χωρισμένο με σανιδάκια για να βάζει τα χρήματα, το κάθε νόμισμα στη θέση του, δραχμές, πενηνταράκια, δεκάρες εικοσάρες κλπ.
Ζυγαριά
Γύρω-γύρω οι τοίχοι είχαν ξύλινα ράφια και τα κάτω ράφια ήταν διαμορφωμένα, με ένα σανίδι κάθετο μπροστά και άλλα σανίδια ενδιάμεσα ώστε να δημιουργούνται ξύλινες θήκες και να τοποθετούνται χύμα η ζάχαρη, το ρύζι, διάφορα όσπρια κ.α., διαφορετικά τα άφηναν με τα σακιά τοποθετημένα σε εμφανές σημείο.
Όσο για τη συσκευασία, δεν υπήρχαν σακούλες, αλλά ο μπακάλης έπαιρνε ένα χαρτί ή και εφημερίδα παλιά (αν υπήρχε) και έφτιαχνε ένα χωνί στο οποίο έριχνε το ρύζι, τη ζάχαρη κ.α.
Παλαιότερα ακόμα, πήγαινες με δικό σου δοχείο για να βάλεις αυτά που θα αγοράσεις.
Χύμα πουλιόντουσαν και οι διάφορες μπογιές, ακόμα και το κόκκινο πιπέρι, τα οποία τυλιγόντουσαν σε χαρτί που το διαμόρφωνε ο μπακάλης σε φακελάκι. Χύμα ακόμη και τα μακαρόνια και ο πελτές.
Σέσουλα
Η λειτουργία των μπακάλικων, δεν στηριζόταν στη λογική του σημερινού μάρκετινγκ. Να λανσάρει δηλαδή προϊόντα να τα διαφημίζει για να αυξήσει τις πωλήσεις, αλλά αντίθετα στις ανάγκες τις τοπικής κοινωνίας.
Αυτά που πουλούσε, ήταν όσα δεν μπορούσε να έχει ο πελάτης από την τοπική παραγωγή και κατ΄επέκταση από την οικιακή οικονομία.
Όταν άνοιγε ένα μπακάλικο τα εκθέματα ήταν σχετικά λίγα, αλλά με τον καιρό εμπλούτιζε το εμπόρευμά του, ανάλογα με τις επιθυμίες των πελατών, με μια απλούστατη διαδικασία. Όταν ζητούσε κάποιος να αγοράσει κάτι και δεν το είχε, τότε το παράγγελλε, και με την πάροδο του χρόνου ήταν πλήρης να εξυπηρετήσει της ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.
Και τι δεν έβρισκες στο μπακάλικο.
Τετράδια, μολύβια, μπογιές, χαρτοφάκελα, μελάνι σε σκόνη που το ανακατεύαμε με το νερό και φτιάχναμε μελάνι για να γράφουμε με τον κοντυλοφόρο, πένες για τους κοντυλοφόρους, τα περίφημα δωδεκάφυλα τετράδια με την προπαίδεια γραμμένη από πίσω.
Μαστρογιάννης Γεώργιος
του Κωνσταντίνου (Φούτρας)
Αλά και καραμέλες διάφορες, χαλβά, λουκούμια και βόλους πήλινους και γυάλινους για τα παιδιά, λαστιχένια τόπια για να παίζουμε ποδόσφαιρο, αλλά και μπάλωμα και «σιλσιόν» για να τα κολλάμε όταν έσκαζαν.
Νήματα διάφορα και κλωστές για κέντημα, ράψιμο, πλέξιμο και αργαλειό. Κουβαρίστρες, σπάγκους, σακοράφες, βελόνες πλεξίματος, λάστιχα για τα βρακιά, καλτσοδέτες. Λάμπες, λαμπόγυαλα, φυτίλια, ασετιλίνη, μπεκ για το Λουξ, τσακμάκια, τσακμακόπετρες, σπίρτα.
Ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, ζυμαρικά, λάδι, ξύδι,, κρασί, ούζο, κονιάκ και άλλα γλυκόπιοτα. Πιπέρι, αλάτι, μπαχαρικά, χοντρό αλάτι, που όταν το αγόραζαν το έβαζαν στο «αλατερό», ένα σακούλι από κατσικίσιο μαλλί και αν ήθελαν να το τρίψουν χρησιμοποιούσαν τον «στούμπο» (στρογγυλή πέτρα) και τόσα άλλα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες, «φλιτ» για τις μύγες (εντομοκτόνο), θρυψίνη, μπακαλιάρο, ρέγκες, γεωργικά φάρμακα, λουλάκι, πράσινο σαπούνι, υφάσματα, χασέδες, ντρίλινα, κι όχι μόνο, κουμπιά, κεφαλομάντηλα, για τις γυναίκες, τσιμπιδάκια, πρόκες, καρφιά στάμνες, κανάτια, κουδούνια για τα πρόβατα, τριχιές, ασβέστη σε στερεή μορφή που μετά οι νοικοκυρές την κατασβήνανε (υγροποιούσανε) στο νερό.
Ακόμα και γραμματόσημα, και παυσίπονα, καλμόλ αργότερα το αλγκόν και τέλος η ασπιρίνη
Ο καφές συνήθως πουλιόταν σε σπόρους και μετά τον καβουρντίζανε με το καβουρντιστήρι στο τζάκι και τέλος τον άλεθαν στο μύλο του καφέ.
Ο Σπύρος Τζίνης, τελευταίος 
από αριστερά.
Είχε μπακάλικο, ήταν Γραμματέας

 της Κοινότητας
 και είχε και το τηλεφωνικό κέντρο
 για κάποιο χρονικό διάστημα.
 Πρώτος από αριστερά.
 Είναι ο Μιχαήλ Βαρατάσης,
που είχε το τσιφλίκι στον Πούρνο,
 το οποίο απαλλοτριώθηκε το 1931
με τον νόμο «περί αποκαταστάσεως
ακτημόνων καλλιεργητών».
Στο κέντρο είναι 

ο Παπαβαγγέλης Μπαρμπούρης
 και μπροστά ο γιος του Αθανάσιος.
Εκτός από τις νοικοκυρές που κατέφευγαν εκεί για να ψωνίσουν είδη διατροφής, ένδυσης κλπ., εκεί κατέφευγαν και οι διάφοροι επαγγελματίες. Ο ράφτης, ο μαραγκός, ο κουρέας, ο πεταλωτής, ο τσαγκάρης, ο καφετζής, αλλά και ο γεωργός, ο μελισσοκόμος και ο τσοπάνης για να προμηθευτεί υλικά που θα τον βοηθούσαν στη δουλειά του
Όλα τα μπακάλικα είχαν απαραίτητα πετρέλαιο φωτιστικό, για την λάμπα, που πηγαίναμε με το μπουκάλι μας από το σπίτι και μας το γέμιζε. Με μπουκάλι πηγαίναμε και όταν θέλαμε να αγοράσουμε οποιοδήποτε υγρό κρασί λάδι κλπ.
Για τα υγρά, σαν μονάδα μέτρησης ήταν το οκαδιάρικο, μεταλλικό κύπελλο που χωρούσε μια οκά. Επίσης άλλο ένα που χωρούσε μισή οκά και το κατοστάρι ή κατρούτσο που χωρούσε 100 δράμια. Υπήρχαν και μικρότερα κύπελλα για τα διάφορα ποτά.
Για τα χύμα τρόφιμα ρύζι, ζάχαρη, όσπρια κλπ είχε τη σέσουλα, ένα μεταλλικό φτυαράκι.
Ενώ είχε και ψαλίδι για να κόβει τα υφάσματα και πήχυ για να τα μετράει.
Για τα συμπαγή αντικείμενα. είχε το μαχαίρι
Για την εξυπηρέτηση της θρησκευόμενης τοπικής κοινωνίας πουλούσαν και κεριά.
Να μην ξεχνάμε ότι η οικονομία εκείνης της εποχής, λόγω έλλειψης ρευστού, ήταν κατά ένα ποσοστό «ανταλλακτική» και η απουσία του «ρευστού», ανάγκαζε μερικές φορές τον καταναλωτή αντί για χρήματα να πληρώνει σε είδος. Λίγα αυγά, αλεύρι, λάδι, καμιά μυζήθρα τα οποία βέβαια ο μπακάλης τα εκτιμούσε λιγότερο από την αξία τους, για τους κινδύνους που διέτρεχε να μην μπορεί να τα πουλήσει και του μείνουν.
Ο ίδιος λόγος τους ανάγκαζε να αγοράσουν βερεσέ, με την υπόσχεση να πληρώσουν μόλις πουληθεί η σοδειά και γενικά όποτε «ευκολυνθούν».
Άλλωστε υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Γιαυτό υπήρχε το μπακαλοτέφτερο. Ένα κατάστιχο που οι κατάπυκνες και μυροβολούσες σελίδες του έμοιαζαν με αγρό με γόνιμη γη. Ότι έσπειρες εκεί καρποφορούσε στο πενταπλάσιο. Ήταν σαν να έκοβε κανείς τα φύλλα του δένδρου όποτε γινόταν εξόφληση του χρέους, αλλά η ρίζα έμενε υπό την γην μέλλουσα πάλι ν΄ αναβλαστήσει.
Ο Χαράλαμπος Κυράνας (Χαραλαμάκης)
και η σύζυγός του Βασίλω.
Εκτός λίγων εξαιρέσεων, ότι έφευγε από το μαγαζί έπρεπε να περάσει από τη ζυγαριά η οποία αποτελείται από μεταλλική ράβδο που στη μέση της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμη τριγωνικά πρίσματα βρίσκονται στις άκρες, που από πάνω τους είναι δύο μεταλλικοί δίσκοι. Στον ένα δίσκο τοποθετούμε το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά (ζύγια).
Αν κανόνιζε το εμπόρευμα να είναι πιο ψηλά από τα σταθμά τότε λέγαμε ότι το ζύγιασμα ήταν «ξύγκικο». Ενώ στην αντίθετη περίπτωση το ζύγιασμα ήταν «πρόσβαρο».
Τα βράδια για φωτισμό κάποια μπακάλικα είχαν λουξ, άλλα είχαν λάμπες ασετιλίνης και άλλα μεγάλες λάμπες πετρελαίου.
Σε κάποια γωνία υπήρχε πάντα ένας πάγκος που καθόντουσαν οι ίδιοι αλλά και οι πελάτες και άλλοι γειτόνοι κυρίως γειτόνισσες, που πήγαιναν να κουβεντιάσουν, ν΄ ανιστορήσουν παλιές θύμισες, να μιλήσουν για την κούραση της μέρας και να λογιάσουν τις αυριανές νοικοκυροσύνες.
-Μπακάλικα στην Άνω Στενή πριν το 1940 είχαν οι:
-Λέων Ιωάννης (Καλιάφας). Ιδιοκτησία Μπεληγιάννη Ιωάννη και Δημητρίου (δισέγγονοι)
-Θωμάς Ιωάννης, που είχε παντρευτεί την Μαρία Παλαιολόγου (Κούμπω) της οποίας ήταν το κτίριο στο οποίο άνοιξε το μαγαζί ο Θωμάς, ο οποίος ήταν εκεί σώγαμπρος. Σήμερα ιδιοκτησία του Ηλία και Ιωάννας Μέργου (Στην πλατεία).
-Αγγελής Τσουτσαίος
-Δημήτριος. Σιμιτζής (Μπερμπέσης).
-Χρήστος Παπαγεωργίου (Καραχρήστος).
-Κώστας Παλαιολόγος (Κουντούρης).
-Τσουτσαίος Ιωάννης (Γιαννάκος).
-Καρλατήρας Αθανάσιος (Σκρέτης).
-Βασιλείου Σπύρος (Μομότας), εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Ασημένιας Παπαγεωργίου.
-Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας). Ιδιοκτησία Μαστρογιάννη Αναστασίου (γιος).
Μεταπολεμικά λειτούργησαν και από τους
-Γεώργιος Τσουτσαίος. Σήμερα ιδιοκτησία Γκούστρα Βικτωρίας.
-Τζίνης Σπύρος. Σήμερα Ιδιοκτησία Ζήση Σπυριδάκη.
-Κατσανάς Λάμπρος. Ιδιοκτησία του γιου του Κατσανά Δημητρίου
-Τσουτσαίου Ευανθία. Σήμερα είναι ακατοίκητο
-Παπαϊωάννου Ιωάννης και στη συνέχεια Παπαϊωάννου Αικατερίνης. -Σήμερα ανήκει εξ αδιαιρέτου στους κληρονόμους των Νίκου και Ιωάννη Παπαϊωάννου
-Κώστας Παπαναστασίου. Ήταν μπακάλικο και καφενείο. Σήμερα ιδιοκτησία της συζύγου του Μαρίας και των παιδιών του.
-Μπέκος Χρήστος. Ήταν Μπακάλικο και καφενείο . Σήμερα ιδιοκτησία της κόρης του, Μπέκου-Τζανάκου Ζωή.

Στην Κάτω Στενή
-Ο Καλαμάρας Δημήτριος διατηρούσε μπακάλικο και καφενείο.
Την ιδία δουλειά συνέχισε και ο γιος του Χαράλαμπος Καλαμάρας.
Σαν καφενείο το λειτούργησε και ο εγγονός του Δημήτριου και γιος του Χαράλαμπου, Δημήτρης Καλαμάρας.
-Ο Κυράνας Χαράλαμπος,(Χαραλαμάκης), που το συνέχισε ο γιος του Γιάννης και στη συνέχεια ο Γιάννης και η Παρασκευή Κυράνα. Σήμερα λειτουργεί σαν (Σούπερ-Μάρκετ) από τον ο Κώστα Κυράνα (δισέγγονος)
Ο Κυράνας Χαράλαμπος είχε και αυτοκίνητο για μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών.
-Ο Μιχάλης και ο Λάμπρος Κατσανάς. Εκεί που είναι ιδιοκτησία Αναστάσιου Γιαννούκου (Σκάσας)
-Ο Ευάγγελος Κυράνας (Ψειριρής). Ιδιοκτησία σήμερα Αθανασίου Κυράνα (Κανάρη)
-Ο Παπαγεωργίου Δημήτριος(Μητσάκος),
Και άλλοι που πιθανόν δεν έχουμε πληροφορηθεί.

Γιάννης Γιαννούκος  



Δίρφυς. «Η ναζού κόρη».

H Δίρφη (ή Δίρφυς) είναι το ψηλότερο βουνό της Εύβοιας. Η κορυφή της Δίρφης, υψώνεται στα 1.743 μέτρα. Από τα 1.200 περίπου μέτρα και πά...