Οι νερόμυλοι ήταν κτισμένοι στις κοίτες των ποταμών
για να χρησιμοποιούν τα νερά τους.
Το νερό όπως εξακοντίζεται με ορμή από το σφούνι,
χτυπάει στα πτερύγια οριζόντιου τροχού τη «φτερωτή», που κινείται γύρω από
κατακόρυφο άξονα, ο οποίος προς τα επάνω περνά από τη μέση της κάτω Μυλόπετρας και τελικά συνδέεται με τη «χελιδόνα»,
ένα μακρουλό σίδερο που είναι προσαρμοσμένο στην κάτω επιφάνεια της επάνω
μυλόπετρας, η οποία με τον τρόπο αυτό γυρίζει. Το κάτω μέρος του
περιστρεφόμενου αυτού άξονα, ακουμπά επάνω σε έναν μπρούτζινο αναποδογυρισμένο
κώνο, το «κύπρινο»
Αν θέλουμε να σταματήσουμε τις λειτουργίες του μύλου,
υπάρχει ένας μηχανισμός, η «σταματητή» ή «σταματούρα» ή «σταματήρα», που είναι
Πάνω από τις μυλόπετρες υπάρχει ένα μεγάλο ξύλινο χωνί,
η «καλαχίδα». Εκεί ρίχνεται το σιτάρι, που ρυθμίζεται με το «βαρδάρι» και μετά
πέφτει στην τρύπα της μυλόπετρας που είναι στο κέντρο της.
Δίπλα απ΄το γάργαρο νερό που έτρεχε ασταμάτητα,
σχηματίζοντας μικρούς χείμαρρους, κελαρύζοντας (ιδίως τη νύχτα), ανάμεσα στους
βράχους και τους θάμνους, που πότε πέφτει σε μικρούς καταρράκτες με ορμή και
πότε στρώνεται στα μαλακά ρείθρα, χαϊδεύοντας σα λάδι, περνώντας πάνω απ΄την
άμμο και τα χαλίκια.
Ανάμεσά τους αμέτρητα τα βατράχια, τα καβούρια και
οι καλογρίτσες.
Κι όλα αυτά κάτω από τον ίσκιο των αιωνόβιων πλατάνων
και άλλων δένδρων, που έσμιγαν σε τρυφερές περιπτύξεις.
Ο κισσός και το κλήμα αναρριχείται στα ύψη των
κλωναριών και καρποί μεστωμένοι κρέμονται στα ακροκλώνια, για να δίνεται τροφή
σ΄όλα τα πτερωτά του ουρανού.
Σε τέτοια μέρη λειτουργούσαν παλιά οι νερόμυλοι στη
Στενή και θα αναφέρουμε μερικούς απ΄αυτούς.
-Ο Κυράνας Γεώργιος (Τόμπλας), λίγο πιο κάτω από την
Αρματσανή.
-Η Μπασινά Αικατερίνη (Μαυροπλιά). Βρισκόταν εκεί
που είναι ιδιοκτησία Καλλιόπης Μπασινά (πρώην καφετέρια Μύλος).
-Ο Τσουτσαίος Κωνσταντίνος (Ντάρας) και ο Ζέρβας
Ιωάννης (Μπάλιος) είχαν συνεταιρικά το μύλο, που ήταν απέναντι από το ποτάμι
στο ύψος περίπου της οικίας της Αναστασίας Κυράνα. και Καρλατήρα Γεωργίου.
-Ο Παπακηρύκος Χαράλαμπος είχε μύλο στη Βρυσίτσα,
απέναντι από το ποτάμι, λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Αθανάσιου Βασιλείου
Στην Κάτω Στενή
-Του Θανασά (Γάτος Αθανάσιος) ο μύλος, συνεταιρικός με
τον Ταμία (Γιαλός Αθανάσιος) ,τον οποίο πήραν από το μοναστήρι του Αγίου
Δημητρίου.
-Από τον Άγιο Στέφανο και κάτω οι μύλοι δούλευαν
χειμώνα καλοκαίρι μιας και οι πηγές του Αγίου Στεφάνου είχαν συνέχεια πολύ
νερό.
-Κάτω από του Βουτανιού (Βοτανιού), ο παλιός μύλος
ιδιοκτησίας του μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου. Πολύ γνωστή στους παλαιότερους
η ιστορία για τον Άγιο Δημήτριο τον οποίο όπως έλεγαν είχαν δει στην μεγάλη πλημμύρα
να καθαρίζει το ποτάμι με το κοντάρι του, για να μην καταστραφεί ο μύλος.
Ο Καμαριώτης Αργύριος
(Τσιγαράκης).
Είχε το μύλο λίγο πιο κάτω
από του «Βουτανιού».
Αργότερα λειτούργησε
πριονοκορδέλα.
|
-Πιο κάτω ο μύλος του Τσιγκαράκη ιδιοκτησίας Γιώργου
Καμαριώτη και μετά Αργύρη και Μήτσου Καμαριώτη, και του Αγγελή Βασιλείου.
-Του Κυράνα ο μύλος ιδιοκτησίας Χαράλαμου Κυράνα και Νίκου Κυράνα (Τόμπλας)
Πιο κάτω της Σταματάρας ο μύλος. Σταμάτω σύζυγος
Χρήστου Παπαναστασίου.
Φυσικά όλοι ήταν κτισμένοι κατά μήκος του ποταμιού.
Η κατασκευή όλων είναι ομοιόμορφη και πολύ απλή. Το νερό του ποταμού με ένα
μικρό φράγμα τη «δέση», διοχετεύεται στο αυλάκι «μυλαύλακο», πιο γνωστό σαν
«αμπολή». Στο τέλος της αμπολής, είναι ο «κάναλος» (ξύλινο λούκι), που οδηγούσε
το νερό σε ένα μεγάλο ξύλινο κύλινδρο που στο πάνω μέρος ήταν φαρδύς και όσο
κατέβαινε στένευε. Τον κύλινδρο τον έλεγαν «ζοργιό» ή «ζουργιό».
Εκεί που ενώνεται η αμπολή με τον κάναλο, υπήρχε
σχάρα που συγκρατούσε όλα τα αντικείμενα που είχε παρασύρει το νερό. Σχάρα όμως
υπήρχε και εκεί που ενωνόταν ο κάναλος με το ζοργιό, λίγο πιο πυκνή, για τους
ίδιους λόγους.
Στο κάτω μέρος του ζοργιού ήταν προσαρμοσμένο ένα
ξύλο το «σφούνι», που είχε στη μέση του μια στρογγυλή τρύπα, της οποίας η
διάμετρος ήταν 5 ως 10 πόντους περίπου, για να έχει το νερό μεγάλη πίεση.
Βέβαια η πίεση του νερού ήταν και ανάλογη και με το ύψος του ζοργιού, την
«κρέμαση».
Το νερό βγαίνει με ορμή από το «σφούνι»
και γυρίζει τη φτερωτή.
|
Όταν με την πάροδο του χρόνου, οι μυλόπετρες
εξαιτίας της χρήσης τους γίνουν λείες, ο μυλωνάς τις βγάζει και με ειδικό σφυρί
κάνει τις επιφάνειές τους που αλέθουν ρικνές ή όπως λέμε «χαράζει» το μύλο.
Το σημείο που πέφτει
το σιτάρι και το «βαρδάρι»
|
ένα σανίδι που μπαίνει μπροστά από το σφούνι, ώστε
να μη χτυπά το νερό στη φτερωτή και δίνει κίνηση στις μυλόπετρες.
Μυλόπετρες
και από πάνω η καλαχίδα.
|
Όταν αλεστεί το σιτάρι, βγαίνει απ΄τις πέτρες και
πέφτει σε ειδικό «λούκι» που είναι γύρω και στη συνέχεια καταλήγει σε ειδικό
δοχείο τη «γούρνα» ή «κουρίτα»
Τα παλιότερα χρόνια, οι μύλοι αποτελούσαν το
μοναδικό σχεδόν καταφύγιο των κάθε λογής στρατοκόπων, οι οποίοι αν ήταν
καλοκαίρι θα ξεκουράζονταν στη δροσιά τους και θα έπιναν κρύο νερό και αν ήταν
χειμώνας, θα ζεσταίνονταν στην αναμμένη με κούτσουρα φωτιά και θα έτρωγαν ένα
αχνιστό πιάτο φασολάδα ή τραχανά.
Οι μυλωνάδες ήταν από τα πρόσωπα που συγκέντρωναν
αρκετό ενδιαφέρον. Πάμπολες είναι οι ιστορίες, οι παροιμίες και τα δημοτικά
τραγούδια γύρω απ΄αυτούς.
Σε εποχή κατά την οποία το ψωμί ήταν τόσο πολύτιμο
και αποτελούσε το κυριότερο και πολλές φορές το αποκλειστικό σχεδόν στοιχείο
διατροφής, το στήριγμα της ζωής, ο μυλωνάς αποτελούσε ξεχωριστή προσωπικότητα.
Άλλωστε το ότι από τους μύλους περνούσαν πολλοί άνθρωποι
καθημερινά, το αποδεικνύει και η φράση που συνήθως έλεγαν ειρωνικά, όταν έδιναν
το λόγο τους ότι θα κρατήσουν ένα μυστικό (Δεν το λέω πουθενά, μόνο στο μύλο
και στο μαγαζί) και μαγαζί φυσικά εννοούσαν το καφενείο.
Μεταγενέστερα όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στη
Στενή, λειτούργησαν αλευρόμυλο οι: Γάτος Παναγιώτης και Τσουτσαίος Αθανάσιος.
(Νασάκης),στην Κάτω Στενή. Σήμερα δεν υπάρχει μύλος στη Στενή
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου