Η άμυνα της χλωρίδας άρχισε να κλονίζεται από τότε,
που ο άνθρωπος ημέρεψε τα ζώα. Μέσα στο πέρασμα των αιώνων και των χιλιετηρίδων, ο ανήσυχος νους του δεν μπορεί να σταματήσει στο καταχτημένο, να πει: «μου
φτάνει αυτό που γνώρισα».
Τόνε καίει άσβηστη δίψα να μάθει νέο. Όπου κι αν
φτάσει, πάντα θα τον ακούσεις να λέει: «Λίγο με διαφέρνει ο δρόμος που πέρασα,
από δω κι εμπρός θέλω να ξέρω τι είναι». Έτσι η πρόοδο δε σταματάει ποτέ.
Έγινε κυνηγός. Είχε το κρέας θροφή, το δέρμα
φορεσιά, τα κόκκαλα βελόνες να ράβει, πλάκες να ζωγραφίζει, τα έντερα ράμματα,
κλωστές. Αλλά μόλις το κατάφερε αυτό, ο νους του αντιμετώπισε νέο πρόβλημα: Αν
τα ημέρευα τα ζώα, δε θα ήμουν αναγκασμένος, να τα γυρεύω στα βουνά….»
Να τώρα το κοπάδι μπροστά, ξοπίσω ο τσοπάνης με το
σκυλί. Τα ζώα δε γυρεύουνε πια τόπο να χαθούνε μόλις τον αντικρύζουν. Το αντίθετο,
νιώθουνε, πως είναι ο προστάτης τους ενάντια στα αγρίμια. Τώρα στο κυνήγι
πηγαίνει για να διασκεδάζει, η καθαυτό δουλειά του είναι η χτηνοτροφία.
Αυτή η αλλαγή στις σχέσεις του με τα ζώα έφερε
μεταβολή στις σχέσεις του με τα φυτά. Δεν είναι πια ο ακάλεστος σύμμαχος της χλωρίδας.
Πήγε θεληματικά με τους οχτρούς της.
Χαμηλώνει και σπάζει τους κλάδους των δέντρων, για
να ταγίσει τις γίδες του και τις προβατίνες. Κι ύστερα από τον τρόπο αυτό σοφίζετε
άλλονε χειρότερο: Να αφανίσει το δάσος για να βγάνει ο τόπος χορτάρι και κλαρί.
Το δάσος έπρεπε να υποχωρήσει, να δώσει τη θέση του
στο βοσκότοπο, στο λιβάδι. Κι άμα κάηκε το πρώτο δέντρο κι άφησε πλούσια βοσκή,
βρέθηκε κιόλας η νέα μέθοδο-η πυρκαϊά. Με αυτή άρχισε ο μισοπολιτισμένος
άνθρωπος τον πόλεμο ενάντια στον παντοδύναμο γίγαντα-το δάσος-που σκέπαζε ως
τότε το μεγαλύτερο μέρος της γης.
Με τους αιώνες και τις χιλιετηρίδες οι νομάδες
αυτοί, σε κάθε τόπο μόνο για όσες ημέρες αρκούσε στο κοπάδι τους το χορτάρι
εκεί γύρω, προχωρούσανε πιο πολύ στον πολιτισμό. Ανακαλύψανε τη δύναμη του
ζώου, ζέψανε τον ταύρο και το άλογο και κατασταθήκανε σε ένα μέρος. Όταν αυτοί
γίνανε γεωργικός λαός με μόνιμη κατοικία, τότε κι ο πόλεμος ενάντια στο δάσος
δυνάμωσε πιο πολύ. Τους χρειαζόντανε χωράφια για να σπέρνουν, ξυλεία για κατοικίες,
για…..
Έτσι οι πρώτοι συνοικισμοί γινήκανε τα κέντρα από
όπου απολύθηκε και θέριευε με τον καιρό ο αφανισμός του δάσους.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου