Την 1 Σεπτεμβρίου αρχίζει το γεωργικό αλλά και το
εκκλησιαστικό έτος. Για την Στενή αλλά και όλες τις αγροτικές κοινωνίες η 1η
του Τρυγητή είναι ένα είδος Πρωτοχρονιάς. Τέλος του μήνα οι γεωργοί έπαιρναν τα
βόδια τους από τα βουκολιά και άρχιζαν τις προετοιμασίες για τη σπορά.
Ακολουθεί ένας χρόνος με πάρα πολλές αγροτικές εργασίες από τις οποίες εξαρτιόταν
η επιβίωση τους. Για τη Στενή και τα γύρω χωριά η χρονιά ξεκίναγε με το παζάρι
της Κάτω Στενής.
Το παζάρι
Με Βασιλικό Διάταγμα Φ.Ε.Κ. 14/14-3-1873
συστάθηκε εμποροπανήγυρη στη Στενή κάθε 2 Μαΐου στη θέση Άγιος Αθανάσιος.
Η περιοχή γύρω από την εκκλησία είναι ο πρώτος
οικισμός που δημιούργησαν οι Στενιώτες όταν άρχισαν να οικίζουν την περιοχή που
λέγεται σήμερα Κάτω Στενή.
Δύο ήταν οι λόγοι που έκαναν κάποιους Στενιώτες να
κατέβουν χαμηλότερα. Ο πρώτος λόγος ήταν ότι ήθελαν να βρίσκονται κοντά στις
καλλιέργειες τους. Ο δεύτερος λόγος η στενότητα χώρου στο Χωριό. «Πάμ' στου
χουριό» είναι μια έκφραση που χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα οι Κατωχωρίτες
όταν θέλουν να ανέβουν στην Πάνω Στενή. Δίπλα στον Άγιο Αθανάσιο είχε κτιστεί
και το πρώτο σχολείο του οικισμού.
Με Β.Δ. Φ.Ε.Κ.121/29-9-1882 η εμποροπανήγυρη
μεταφέρεται στο νέο χωριό των Ταξιαρχών, «τη δώθε γειτονιά» και αυτό είναι το
πρώτο επίσημο όνομα της Κάτω Στενής. Ο Άγιος Ταξιάρχης αποτελεί το κοιμητήριο
του νέου χωριού. Δίπλα από την εκκλησία υπάρχουν τα αλώνια του χωριού και
αρκετά μεγάλος χώρος για να φιλοξενήσει και τη ζωοπανήγυρη. Η διάρκεια του
παζαριού ορίζεται από τις 29 Αυγούστου έως την 1 Σεπτέμβρη.
Για πολλά χρόνια το παζάρι απετέλεσε το κέντρο της
οικονομικής ζωής του τόπου. Οι κάτοικοι όλων των χωριών της περιοχής αγόραζαν
τα πράγματα που θα χρειάζονταν τον επόμενο χρόνο και πουλούσαν πολλά πράγματα
από την παραγωγή τους. Ακόμα και σήμερα που οι ανάγκες των αποστάσεων που είχαν
δημιουργήσει το παζάρι έχουν εκλείψει, όλες οι γυναίκες των χωριών βάζουν «κάτι
στην άκρη» όλο το χρόνο για να ψωνίσουν απ' το παζάρι και να το διατηρήσουν.
Κάποτε τα ζωοπάζαρα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος
ενός παζαριού, αφού κάλυπτε τεράστια έκταση, ενώ οι παράγκες ήταν λίγες. Όποιος
ήθελε να αγοράσει ή να πουλήσει ζώα από όλη την κεντρική Εύβοια, και αλλού,
ερχόταν στο παζάρι της Κάτω Στενής. «Φασαριόζικο» όπως όλα τα παζάρια από τις
έντονες συζητήσεις πωλητών και αγοραστών, τα βελάσματα των αρνιών, τα
χλιμιντρίσματα των αλόγων και τα σκουξίματα των γουρουνιών. Οι τσοπάνηδες
πουλούσαν αρνιά, κατσίκια, μαλλί και τυρί.
Ακόμα και σήμερα έχει μείνει το απόφθεγμα «αν δεν
ερθν' οι γύφτ' του παζάρ δε ξικνάει» Ακόμα και οι σημερινοί πενηαντάρηδες
θυμούνται τα πολύχρωμα καραβάνια με τα κάρα στη σειρά που έρχονταν στο χωριό.
Τα γουρούνια τα εμπορεύονταν πάντα οι γύφτοι. Αρχές Σεπτέμβρη ήταν πάντα καλή
εποχή να αγοράσει κάποιος χοιρινό για τα Χριστούγεννα. Εμπορεύονταν τα
περισσότερα ζώα, εκτός από τα πρόβατα και τα κατσίκια.
Το πιο ενδιαφέρον μέρος του παζαριού ήταν τα μεγάλα
ζώα, που αποτελούσε ειδικότητα των τσαμπάσηδων. Μερικά από αυτά τα ζώα
ήταν άλογα, γαϊδούρια και μουλάρια. Όσα ήταν για πούλημα και για να τα
ξεχωρίζουν, τους έβαζαν στο σαμάρι μια καλαμποκιά. (Σε όλα τα παζάρια της εποχής
υπήρχε και η βόλτα το γνωστό «νυφοπάζαρο». Τα «πειραχτήρια» προκειμένου να
κάνουν πλάκα κρέμαγαν κρυφά στην πλάτη των κοριτσιών που ήταν σε ηλικία γάμου
μια καλαμποκιά). Οι αγοραστές κοίταζαν το ζώο στα δόντια για να δουν την ηλικία
του, τα έψαχναν για «κουσούρια» και το βασικότερο από όλα αν είναι
«τσαμούσικο», δηλαδή αν κλώτσαγε. Βέβαια κι εδώ είχε βρεθεί η λύση μιας κι όσοι
ήθελαν να ξεγελάσουν τους αγοραστές, έβαζαν οινόπνευμα στα αυτιά τους ή τα
πότιζαν αλισίβα, αυτά ναρκωνόντουσαν και δεν αντιδρούσαν άγρια. Όταν
καταλάβαιναν ότι το ζώο ήταν τσαμούσικο ήταν αργά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν
πράγματι αυτοί οι τρόποι ήταν αποτελεσματικοί αλλά τότε επικρατούσε αυτή η
άποψη.
Οι Στροπωνιάτες για πάρα χρόνια συνήθιζαν να
«μαναρεύουν» δυο ή τρία αρνιά όλο το χρόνο τα οποία κατέβαζαν στο παζάρι και
τα αντάλλασσαν με πράγματα που είχαν ανάγκη και δεν μπορούσαν να παράγουν.
Οι Στενιώτες πήγαιναν επίσης και στα ζωοπάζαρα
(γαϊδροπάζαρα) στη Χαλκίδα, συγκεκριμένα στου Μπαταργιά και στα δυο παζάρια ένα
στη γιορτή της Αγίας Τριάδας (αποκλειστικά ζωοπάζαρο) και ένα στη γιορτή της
Αγίας Παρασκευής. Επίσης στη γιορτή της Αγίας Θέκλης στο Αυλωνάρι . Οι
παλαιότεροι θυμούνται εκατοντάδες κόσμο με υποζύγια να πηγαινοέρχεται στη σειρά
έως το Σεττιανό, που έφτανε το μάτι τους.
Του μσκάρ' τς
Αιθέκλς
Για πολλά χρόνια ένας πατριώτης μας ,πήγαινε να
πουλήσει ένα μοσχάρι που είχε στο παζάρι της Αγίας Θέκλης. Η τιμή που ζήταγε
όμως ήταν απαγορευτική σε διπλάσια και βάλε αξία από την κανονική. Όπως ήταν
αναμενόμενο το μοσχάρι έμενε απούλητο. Αυτός το πήγαινε κάθε χρόνο ώσπου αυτό
έγινε ταύρος και στο τέλος ψόφησε. Από τότε όταν κάποιος στη Στενή λέει ότι
πουλάει κάτι ενώ στην πραγματικότητα δεν θέλει, έμεινε η έκφραση «σα του μσκάρ'
τσ Αιθέκλς».
ΤΡΥΓΟΣ
Ο Σεπτέμβριος
είναι ο τρυγητής.
Τα πρώτα αμπέλια μετά την απελευθέρωση οι Στενιώτες
τα έφτιαξαν κοντά, στο Λιβάδι, στον Αηλιά, στα Αλώνια, στις Μουρές και στη
σημερινή περιοχή μεταξύ Πάνω και Κάτω Στενής. Μεταγενέστερα τα αμπέλια τα
φύτευαν στον Άγιο Νικόλαο όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Τα Στενιώτικα αμπέλια είναι μικροί κλήροι που
επαρκούν μόνο για το κρασί του σπιτιού. Οι ποικιλίες ήταν η κουντούρα, ο
ροδίτης και τα μαυριά τα οποία τα έβαζαν περισσότερο για να πάρει χρώμα.
Λίγες ημέρες πριν τρυγήσουν έπλεναν τα βαρέλια. Την
ημέρα του τρύγου λίγο πριν βάλουν το μούστο έφτιαχναν τη στοίβη. Μέσα σε ένα
καζάνι έβραζαν ρίγανη, βάγια, πεύκο, βασιλικό, το έκαναν αφέψημα και το έριχναν
στο βαρέλι ζεστό για να το απολυμάνουν και να πάρει το βαρέλι την ευωδιά
Τοποθετούσαν το βαρέλι στη θέση του σε μια άκρη του
κατωγιού.
Πρωί πρωί ξεκίναγε όλη η οικογένεια. Πεζοί όλοι μιας
και τα υποζύγια ήταν φορτωμένα με τα άδεια ταρπιά και τις κόφες .Στα καπούλια
του ζώου τα παιδιά. Στην αρχή γέμιζε το κοφίνι και μετά το ταρπί. Μόλις γέμιζαν
δυο ταρπιά ξεκίναγε ο ένας της παρέας για το χωριό.
Το απόγευμα και πολλές φορές πιο νωρίς ακολουθούσε
το πάτημα των σταφυλιών, στο ληνό στα πατητήρια. Το πατητήρι ήταν
παραλληλόγραμμη ξύλινη κατασκευή, κλειστή γύρω γύρω που στηριζόταν σε ξύλινα
πόδια . Έβαζαν τα σταφύλια μέσα σε σακιά για να φεύγει καθαρός ο μούστος και να
μένουν μέσα στο τσουβάλι τα αποστάφυλα. Σηκωμένα μπατζάκια και ξυπόλητοι
πατούσαν τα σταφύλια. Όση ώρα πάταγαν τα σταφύλια πάνω στο πατητήρι δεν έπιναν
νερό γιατί όπως πίστευαν θα βγει το κρασί νερωμένο, ενώ επιτρεπόταν να πιούν
μόνο κρασί. Από τον πρώτο μούστο που θα τρέξει μέσα στο δοχείο η νοικοκυρά
φτιάχνει την μουσταλευριά, τα σουτζούκια, τα μουστοκούλουρα, το πετιμέζι. Μετά
το πάτημα τα αποστάφυλα πήγαιναν στο στίφτη που υπήρχε σε κάθε γειτονιά. Από
εκεί έπαιρναν τον τελευταίο μούστο. Στο τέλος μέσα στο στίφτη έμεναν τα
τσίπουρα τα οποία γίνονταν ζωοτροφή. Λίγοι ήταν αυτοί που από τα τσίπουρα
έφτιαχναν τσίπουρο. Τσίπουρο έφτιαχνε ο Βασίλης Σιμιτζής.
Μετά από δυο ημέρες έπαιρναν ρετσίνα ένα ή δυο κιλά
ανάλογα την ποσότητα του μούστου, την ανακάτευαν με λίγο λάδι στα χέρια για μην
κολλάει, την αραίωναν με μούστο και την έβαζαν στο βαρέλι.
Το βαρέλι σφραγίζεται για σαράντα ημέρες και
ακολουθεί το βράσιμο. Αν ο καιρός ήταν κρύος για να βοηθηθεί το βράσιμο του
μούστου άναβαν δίπλα φωτιά. Αν το κρασί ήταν πολύ δυνατό, με πολλά γράδα,
έριχναν μέσα νερό. Αν ήταν αδύνατο έριχναν πετιμέζι.
Το βαρέλι μπαίνει συνήθως στην μια άκρη του
κατωγιού. Από ένα αμπέλι ενός στρέμματος έπαιρναν πάνω από 100 -150μπότσες
μούστου. Η μπότσα ισούται με 2 οκάδες. Η οκά περιείχε 1,5 λίτρο περίπου, 1.280
γραμμάρια. Οι περισσότεροι Στενιώτες είχαν βαρέλια γύρω στις 250 μπότσες
και είχαν αμπέλια γύρω στο ενάμιση στρέμμα.
Μουσταλευριά: έβραζαν
τον μούστο για να καθίσει, έβαζαν μέσα στάχτη ή κοκκινόχωμα. Έπιαναν το μούστο
τον έβραζαν με αλεύρι. Όταν κρύωνε το έβαζαν στα πιάτα και τον έτρωγαν με λίγα
καρύδια από πάνω.
Σουτζούκια: Σε μια
κλωστή με το βελόνι πέρναγαν καρύδια σε σουμπράδες (μισό καρύδι). Πρωί βράδυ
έβραζαν μούστο τα βούταγαν όσο το κουρκούτι ήταν ζεστό και τα βούταγαν τόσες
ημέρες ανάλογα με το πάχος που ήθελαν να τους δώσουν. Το κρέμαγαν δέκα ημέρες
και τα διατηρούσαν και μετά τα Χριστούγεννα.
Πετιμέζι: έβραζαν
τον μούστο, έπηζε και έπαιρνε ένα κόκκινο χρώμα και έμενε λίγο στο τέλος. Με το
πετιμέζι έφτιαχναν γλυκά, το άλειφαν στο ψωμί και αν το κρασί δεν είχε πολλά
γράδα έριχναν στο βαρέλι για να το δυναμώσουν.
Μουστοκούλουρα: Αλεύρι,
λίγο ζάχαρη, μούστος, κανέλλα. Το ζύμωναν έδιναν το σχήμα και το πήγαιναν στο
φούρνο.
Του Τιμίου Σταυρού
Στις 14 Σεπτεμβρίου εορτή του Τίμιου Σταυρού οι
γυναίκες έβαζαν σε ένα πήλινο δοχείο σπόρο και τον πήγαιναν στην εκκλησία και
τον τοποθετούσαν δίπλα στην Ωραία Πύλη. Αυτόν τον ευλογημένο σπόρο μαζί με
ρόδια και καρύδια τον ανακάτευαν με τον υπόλοιπο που θα έσπερναν για να πάει
καλά η σοδειά. Το ρόδι συμβόλιζε πάντα την ευφορία και την μεγάλη απόδοση μιας
που οι κόκκοι του είναι αμέτρητοι.
Του Σταυρού επίσης πήγαιναν στην εκκλησία και
βασιλικό, το ευλογημένο φυτό. Όπως αναφέρει η παράδοση όταν η Αγία Ελένη βρήκε
το Σταυρό δίπλα σε άλλους, κατάλαβε ποιος είναι του Χριστού από το μυρωδάτο
βασιλικό που είχε φυτρώσει δίπλα.
Γιάννης Μητάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου