Τα μπακάλικα στη Στενή ήταν οικογενειακές
επιχειρήσεις.
Όποιος ήθελε να ασχοληθεί με αυτό, διαμόρφωνε ένα
χώρο στο ισόγειο του σπιτιού του (πολύ λίγοι είχαν ενοικιαζόμενα) και με τη
βοήθεια του μαραγκού του χωριού έφτιαχνε τον εξοπλισμό, ο οποίος αποτελείτο από
τον πάγκο, πάνω στον οποίο ήταν η ζυγαριά με τα ζύγια και από κάτω είχε ράφια
και ασφαλώς το συρτάρι για τις εισπράξεις, που μέσα ήταν χωρισμένο με σανιδάκια
για να βάζει τα χρήματα, το κάθε νόμισμα στη θέση του, δραχμές, πενηνταράκια,
δεκάρες εικοσάρες κλπ.
|
Ζυγαριά |
Γύρω-γύρω οι τοίχοι είχαν ξύλινα ράφια και τα κάτω
ράφια ήταν διαμορφωμένα, με ένα σανίδι κάθετο μπροστά και άλλα σανίδια
ενδιάμεσα ώστε να δημιουργούνται ξύλινες θήκες και να τοποθετούνται χύμα η ζάχαρη,
το ρύζι, διάφορα όσπρια κ.α., διαφορετικά τα άφηναν με τα σακιά τοποθετημένα σε
εμφανές σημείο.
Όσο για τη συσκευασία, δεν υπήρχαν σακούλες, αλλά ο
μπακάλης έπαιρνε ένα χαρτί ή και εφημερίδα παλιά (αν υπήρχε) και έφτιαχνε ένα
χωνί στο οποίο έριχνε το ρύζι, τη ζάχαρη κ.α.
Παλαιότερα ακόμα, πήγαινες με δικό σου δοχείο για να
βάλεις αυτά που θα αγοράσεις.
Χύμα πουλιόντουσαν και οι διάφορες μπογιές, ακόμα
και το κόκκινο πιπέρι, τα οποία τυλιγόντουσαν σε χαρτί που το διαμόρφωνε ο
μπακάλης σε φακελάκι. Χύμα ακόμη και τα μακαρόνια και ο πελτές.
|
Σέσουλα |
Η λειτουργία των μπακάλικων, δεν στηριζόταν στη
λογική του σημερινού μάρκετινγκ. Να λανσάρει δηλαδή προϊόντα να τα διαφημίζει
για να αυξήσει τις πωλήσεις, αλλά αντίθετα στις ανάγκες τις τοπικής κοινωνίας.
Αυτά που πουλούσε, ήταν όσα δεν μπορούσε να έχει ο
πελάτης από την τοπική παραγωγή και κατ΄επέκταση από την οικιακή οικονομία.
Όταν άνοιγε ένα μπακάλικο τα εκθέματα ήταν σχετικά
λίγα, αλλά με τον καιρό εμπλούτιζε το εμπόρευμά του, ανάλογα με τις επιθυμίες
των πελατών, με μια απλούστατη διαδικασία. Όταν ζητούσε κάποιος να αγοράσει κάτι και δεν το είχε, τότε το παράγγελλε,
και με την πάροδο του χρόνου ήταν πλήρης να εξυπηρετήσει της ανάγκες της
τοπικής κοινωνίας.
Και τι δεν έβρισκες στο μπακάλικο.
Τετράδια, μολύβια, μπογιές, χαρτοφάκελα, μελάνι σε
σκόνη που το ανακατεύαμε
με το νερό και φτιάχναμε μελάνι για να γράφουμε με τον κοντυλοφόρο, πένες για
τους κοντυλοφόρους, τα περίφημα δωδεκάφυλα τετράδια με την προπαίδεια γραμμένη
από πίσω.
|
Μαστρογιάννης Γεώργιος
του Κωνσταντίνου (Φούτρας) |
Αλά και καραμέλες διάφορες, χαλβά, λουκούμια και
βόλους πήλινους και γυάλινους για τα παιδιά, λαστιχένια τόπια για να παίζουμε
ποδόσφαιρο, αλλά και μπάλωμα και «σιλσιόν» για να τα κολλάμε όταν έσκαζαν.
Νήματα διάφορα και κλωστές για κέντημα, ράψιμο,
πλέξιμο και αργαλειό. Κουβαρίστρες, σπάγκους, σακοράφες, βελόνες πλεξίματος, λάστιχα
για τα βρακιά, καλτσοδέτες. Λάμπες, λαμπόγυαλα, φυτίλια, ασετιλίνη, μπεκ για το
Λουξ, τσακμάκια, τσακμακόπετρες, σπίρτα.
Ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, ζυμαρικά, λάδι, ξύδι,, κρασί,
ούζο, κονιάκ και άλλα γλυκόπιοτα. Πιπέρι, αλάτι, μπαχαρικά, χοντρό αλάτι, που
όταν το αγόραζαν το έβαζαν στο «αλατερό», ένα σακούλι από κατσικίσιο μαλλί και
αν ήθελαν να το τρίψουν χρησιμοποιούσαν τον «στούμπο» (στρογγυλή πέτρα) και
τόσα άλλα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες, «φλιτ» για τις μύγες
(εντομοκτόνο), θρυψίνη, μπακαλιάρο, ρέγκες, γεωργικά φάρμακα, λουλάκι, πράσινο
σαπούνι, υφάσματα, χασέδες, ντρίλινα, κι όχι μόνο, κουμπιά, κεφαλομάντηλα, για
τις γυναίκες, τσιμπιδάκια, πρόκες, καρφιά στάμνες, κανάτια, κουδούνια για τα
πρόβατα, τριχιές, ασβέστη σε στερεή μορφή που μετά οι νοικοκυρές την
κατασβήνανε (υγροποιούσανε) στο νερό.
Ακόμα και γραμματόσημα, και παυσίπονα, καλμόλ
αργότερα το αλγκόν και τέλος η ασπιρίνη
Ο καφές συνήθως πουλιόταν σε σπόρους και μετά τον
καβουρντίζανε με το καβουρντιστήρι στο τζάκι και τέλος τον άλεθαν στο μύλο του
καφέ.
|
Ο Σπύρος Τζίνης, τελευταίος
από αριστερά. Είχε μπακάλικο, ήταν Γραμματέας
της Κοινότητας και είχε και το τηλεφωνικό κέντρο για κάποιο χρονικό διάστημα. Πρώτος από αριστερά. Είναι ο Μιχαήλ Βαρατάσης, που είχε το τσιφλίκι στον Πούρνο, το οποίο απαλλοτριώθηκε το 1931 με τον νόμο «περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών». Στο κέντρο είναι
ο Παπαβαγγέλης Μπαρμπούρης και μπροστά ο γιος του Αθανάσιος. |
Εκτός από τις νοικοκυρές που κατέφευγαν εκεί για να ψωνίσουν
είδη διατροφής, ένδυσης κλπ., εκεί κατέφευγαν και οι διάφοροι επαγγελματίες. Ο
ράφτης, ο μαραγκός, ο κουρέας, ο πεταλωτής, ο τσαγκάρης, ο καφετζής, αλλά και ο
γεωργός, ο μελισσοκόμος και ο τσοπάνης για να προμηθευτεί υλικά που θα τον
βοηθούσαν στη δουλειά του
Όλα τα μπακάλικα είχαν απαραίτητα πετρέλαιο
φωτιστικό, για την λάμπα, που πηγαίναμε με το μπουκάλι μας από το σπίτι και μας
το γέμιζε. Με μπουκάλι πηγαίναμε και όταν θέλαμε να αγοράσουμε οποιοδήποτε υγρό
κρασί λάδι κλπ.
Για τα υγρά, σαν μονάδα μέτρησης ήταν το οκαδιάρικο,
μεταλλικό κύπελλο που χωρούσε μια οκά. Επίσης άλλο ένα που χωρούσε μισή οκά και
το κατοστάρι ή κατρούτσο που χωρούσε 100 δράμια. Υπήρχαν και μικρότερα κύπελλα
για τα διάφορα ποτά.
Για τα χύμα τρόφιμα ρύζι, ζάχαρη, όσπρια κλπ είχε τη
σέσουλα, ένα μεταλλικό φτυαράκι.
Ενώ είχε και ψαλίδι για να κόβει τα υφάσματα και
πήχυ για να τα μετράει.
Για τα συμπαγή αντικείμενα. είχε το μαχαίρι
Για την εξυπηρέτηση της θρησκευόμενης τοπικής
κοινωνίας πουλούσαν και κεριά.
Να μην ξεχνάμε ότι η οικονομία εκείνης της εποχής,
λόγω έλλειψης ρευστού, ήταν κατά ένα ποσοστό «ανταλλακτική» και η απουσία του
«ρευστού», ανάγκαζε μερικές φορές τον καταναλωτή αντί για χρήματα να πληρώνει
σε είδος. Λίγα αυγά, αλεύρι, λάδι, καμιά μυζήθρα τα οποία βέβαια ο μπακάλης τα
εκτιμούσε λιγότερο από την αξία τους, για τους κινδύνους που διέτρεχε να μην
μπορεί να τα πουλήσει και του μείνουν.
Ο ίδιος λόγος τους ανάγκαζε να αγοράσουν βερεσέ, με
την υπόσχεση να πληρώσουν μόλις πουληθεί η σοδειά και γενικά όποτε
«ευκολυνθούν».
Άλλωστε υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Γιαυτό υπήρχε το μπακαλοτέφτερο. Ένα κατάστιχο που
οι κατάπυκνες και μυροβολούσες σελίδες του έμοιαζαν με αγρό με γόνιμη γη. Ότι
έσπειρες εκεί καρποφορούσε στο πενταπλάσιο. Ήταν σαν να έκοβε κανείς τα φύλλα
του δένδρου όποτε γινόταν εξόφληση του χρέους, αλλά η ρίζα έμενε υπό την γην
μέλλουσα πάλι ν΄ αναβλαστήσει.
|
Ο Χαράλαμπος Κυράνας (Χαραλαμάκης)
και η σύζυγός του Βασίλω. |
Εκτός λίγων εξαιρέσεων, ότι έφευγε από το μαγαζί
έπρεπε να περάσει από τη ζυγαριά η οποία αποτελείται από μεταλλική ράβδο που
στη μέση της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμη τριγωνικά
πρίσματα βρίσκονται στις άκρες, που από πάνω τους είναι δύο μεταλλικοί δίσκοι.
Στον ένα δίσκο τοποθετούμε το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά
(ζύγια).
Αν κανόνιζε το εμπόρευμα να είναι πιο ψηλά από τα
σταθμά τότε λέγαμε ότι το ζύγιασμα ήταν «ξύγκικο». Ενώ στην αντίθετη περίπτωση
το ζύγιασμα ήταν «πρόσβαρο».
Τα βράδια για φωτισμό κάποια μπακάλικα είχαν λουξ,
άλλα είχαν λάμπες ασετιλίνης και άλλα μεγάλες λάμπες πετρελαίου.
Σε κάποια γωνία υπήρχε πάντα ένας πάγκος που καθόντουσαν
οι ίδιοι αλλά και οι πελάτες και άλλοι γειτόνοι κυρίως γειτόνισσες, που
πήγαιναν να κουβεντιάσουν, ν΄ ανιστορήσουν παλιές θύμισες, να μιλήσουν για την
κούραση της μέρας και να λογιάσουν τις αυριανές νοικοκυροσύνες.
-Μπακάλικα στην Άνω Στενή πριν το 1940 είχαν οι:
-Λέων Ιωάννης (Καλιάφας). Ιδιοκτησία Μπεληγιάννη
Ιωάννη και Δημητρίου (δισέγγονοι)
-Θωμάς Ιωάννης, που είχε παντρευτεί την Μαρία
Παλαιολόγου (Κούμπω) της οποίας ήταν το κτίριο στο οποίο άνοιξε το μαγαζί ο
Θωμάς, ο οποίος ήταν εκεί σώγαμπρος. Σήμερα ιδιοκτησία του Ηλία και Ιωάννας
Μέργου (Στην πλατεία).
-Αγγελής Τσουτσαίος
-Δημήτριος. Σιμιτζής (Μπερμπέσης).
-Χρήστος Παπαγεωργίου (Καραχρήστος).
-Κώστας Παλαιολόγος (Κουντούρης).
-Τσουτσαίος Ιωάννης (Γιαννάκος).
-Καρλατήρας Αθανάσιος (Σκρέτης).
-Βασιλείου Σπύρος (Μομότας), εκεί που σήμερα είναι
ιδιοκτησία Ασημένιας Παπαγεωργίου.
-Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας). Ιδιοκτησία Μαστρογιάννη
Αναστασίου (γιος).
Μεταπολεμικά λειτούργησαν και από τους
-Γεώργιος Τσουτσαίος. Σήμερα ιδιοκτησία Γκούστρα
Βικτωρίας.
-Τζίνης Σπύρος. Σήμερα Ιδιοκτησία Ζήση Σπυριδάκη.
-Κατσανάς Λάμπρος. Ιδιοκτησία του γιου του Κατσανά
Δημητρίου
-Τσουτσαίου Ευανθία. Σήμερα είναι ακατοίκητο
-Παπαϊωάννου Ιωάννης και στη συνέχεια Παπαϊωάννου Αικατερίνης.
-Σήμερα ανήκει εξ αδιαιρέτου στους κληρονόμους των Νίκου και Ιωάννη Παπαϊωάννου
-Κώστας Παπαναστασίου. Ήταν μπακάλικο και καφενείο.
Σήμερα ιδιοκτησία της συζύγου του Μαρίας και των παιδιών του.
-Μπέκος Χρήστος. Ήταν Μπακάλικο και καφενείο . Σήμερα
ιδιοκτησία της κόρης του, Μπέκου-Τζανάκου Ζωή.
Στην Κάτω Στενή
-Ο Καλαμάρας Δημήτριος διατηρούσε μπακάλικο και
καφενείο.
Την ιδία δουλειά συνέχισε και ο γιος του Χαράλαμπος
Καλαμάρας.
Σαν καφενείο το λειτούργησε και ο εγγονός του
Δημήτριου και γιος του Χαράλαμπου, Δημήτρης Καλαμάρας.
-Ο Κυράνας Χαράλαμπος,(Χαραλαμάκης), που το συνέχισε
ο γιος του Γιάννης και στη συνέχεια ο Γιάννης και η Παρασκευή Κυράνα. Σήμερα
λειτουργεί σαν (Σούπερ-Μάρκετ) από τον ο Κώστα Κυράνα (δισέγγονος)
Ο Κυράνας Χαράλαμπος είχε και αυτοκίνητο για
μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών.
-Ο Μιχάλης και ο Λάμπρος Κατσανάς. Εκεί που είναι
ιδιοκτησία Αναστάσιου Γιαννούκου (Σκάσας)
-Ο Ευάγγελος Κυράνας (Ψειριρής). Ιδιοκτησία σήμερα
Αθανασίου Κυράνα (Κανάρη)
-Ο Παπαγεωργίου Δημήτριος(Μητσάκος),
Και άλλοι που πιθανόν δεν έχουμε πληροφορηθεί.
Γιάννης Γιαννούκος