Σαβάνωμα:. Το περιτύλιγμα του νεκρού με σάβανο. Το
σάβανο είναι ένα άσπρο πανί, που του ανοίγουν μία τρύπα για να περνάει το
κεφάλι, κανονίζοντας, ώστε το μπροστινό μέρος να είναι πιο μεγάλο από το
πισινό. Αφού σαβανωθεί ο νεκρός, μετά τον ντύνουν με τα ρούχα του.
Σαϊάζομαι:. Όταν φοράω χοντρά ρούχα, για να αποφύγω
το κρύο.
Σαΐτα:. Εργαλείο υφαντικό, με το οποίο περνούν το
υφάδι, μέσα από τις κλωστές του στημονιού. Επίσης σαΐτα λέμε και το ξύλο εκείνο,
με το οποίο απλώνουμε σε φύλλο το ζυμάρι «ανοίγουμε φύλλο», για να φτιάξουμε
πίτα, χυλοπίτες, φτιαχτά μακαρόνια κ.α.
Σακαή:. Κυριολεκτικά, σακαή, είναι μια νόσος ζώου,
(κυρίως γαϊδουριού), που βγάζει από τα ρουθούνια του πυώδες υγρό. Μεταφορικά
όμως, σακαή λέμε και τα οκνά, βραδυκίνητα, τεμπέλικα, νωθρά, δύστροπα και
ανυπάκουα ζώα (μιλάμε πάντα κυρίως για μουλάρια και γαϊδουριά), που για να
περπατήσουν πιο γρήγορα ή να σταθούν για να φορτωθούν, πρέπει να σε κουράσουν
πολύ. Σακαή λέμε και τον άνθρωπο το δύστροπο, το γκρινιάρη, αλλά και αυτόν που
έχει σωματικά «κουσούρια». Αν βέβαια αυτός είναι και εκδικητικός και προσπαθεί
να βλάψει τους άλλους, ε τότε είναι «κακιά σακαή».
Σαλαγάω:. Οδηγώ τα ζώα με δυνατές φωνές στη βοσκή
και μεταφορικά θορυβώ, κραυγάζω.
Σαλβέρι:. Υφασμάτινη λουρίδα, η οποία κάλυπτε τα μαλλιά,
λίγο πάνω από τη χωρίστρα Φοριόταν πρώτο στο κεφάλι. Αργότερα χρησιμοποίησαν
και τα μαντήλια τα οποία ήταν αγοραστά.
Σάλπα:. Μετάξινο, στενόμακρο κάλυμμα κεφαλής. Ήταν
πανάκριβο, γι αυτό και το φόραγαν πολύ λίγες.
Σαμαροσκούτι:. Χοντρό μάλλινο ή δερμάτινο ή λινό
ύφασμα, που στρώνεται στη ράχη του ζώου, κάτω από το σαμάρι.
Σάματι–σάματις:. Σαν να, τάχατες, μήπως, δήθεν, λες
και. (Σάματις με ρώτησες;).
Σανίδι:. Το ξύλινο ράφι, ψηλά στον τοίχο, που βάζανε
τα «χαλκώματα», τζετζερέδια, ταψιά κλπ., αλλά και φαγητά ή γλυκά, ιδίως αυτά
που δεν έπρεπε να τα φτάνουν τα μικρά παιδιά.
Σαπίτης:. Λαϊκή ονομασία ενός φιδιού. Επίσης σαπίτη
λέγαμε ειρωνικά και τον πάρα πολύ μεγάλης ηλικίας γέροντα και σαπίτα τη γριά.
Σαποκώλιασμα:. Ασθένεια των φυτών, κατά την οποία
σαπίζει η ρίζα τους (συψορριζία). Και ειρωνικά, σαποκώλη ή σαπιοκώλη, λέμε
αυτόν που δεν εργάζεται και περνάει τις ώρες του καθιστός. (Άντε κάνε καμιά
δουλειά, θα σαπίσ΄ ο κώλος σου απ΄ το καθισιό).
Σάρα:. α ) Κάθε άχρηστο πράγμα ή απόρριμμα. β.) Χυδαίος
όχλος που είναι συγκεντρωμένος σ΄ ένα χώρο. γ ) Χυδαίος όχλος που προέρχεται
από τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα (η σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα) δ ) απότομη
ορεινή πλαγιά γεμάτη χαλίκια.
Σαρακοστή:. Περίοδος νηστείας πριν από τα
Χριστούγεννα, που κρατάει σαράντα μέρες και Μεγάλη Σαρακοστή, η περίοδος
νηστείας πριν από το Πάσχα, που κρατάει πενήντα μέρες, αλλά και κάθε νηστεία
μεγάλης διάρκειας, που γίνεται για θρησκευτικούς λόγους. Και Σαρακοστεύω,
νηστεύω κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής.
Σαρανταλείτουργο:. Μνημόνευση του ονόματος του
νεκρού από τον Ιερέα, σε σαράντα συνεχείς λειτουργίες από την ημέρα που πέθανε,
για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του.
Σαραντίζω:. Συμπληρώνω σαράντα μέρες από γέννηση ή
θάνατο.
Σαράντισμα:. Η συμπλήρωση σαράντα ημερών από γέννηση
ή θάνατο, καθώς και η ευχή καθαρισμού που παίρνει η λεχώνα από τον ιερέα, όταν
έχει συμπληρώσει σαράντα μέρες από τον τοκετό.
Σαράφης:. Αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα.
Σαραφλίκι:. Το επάγγελμα του σαράφη (ανταλλαγή
νομισμάτων). Μεταφορικά σημαίνει και τη φιλονικία για κάποιο ασήμαντο χρηματικό
ποσό, αλά και την προσπάθεια απόκτησης, με πονηριά, ευτελούς οικονομικού
οφέλους.
Σαριά:. Το βρώμικο νερό που έμενε μετά από το
πλύσιμο των μαλλιών, που προερχόταν από το κούρεμα των προβάτων. Με τη σαριά
έπλεναν τα μάλλινα σκούρα ρούχα, για τα οποία λειτουργούσε σαν απορυπαντικό,
μόνο που τα ρούχα ήθελαν πολύ ξέβγαλμα. Επίσης με τη σαριά έβαφαν και τις
πατατούκες, αφού προηγουμένος πρόσθεταν λουλάκι. Έβαζαν την πατατούκα μέσα στη
σαριά και το λουλάκι και συντηρούσαν το νερό χλιαρό για δέκα περίπου μέρες, στη
διάρκεια των οποίων έβγαζαν την πατατούκα και την κοπάνιζαν δύο φορές την
ημέρα.
Σαφράκιασμα:. Ζάρωμα που προκαλείται στο δέρμα
ανθρώπου, ζώου ή στην επιφάνεια ενός πράγματος, επειδή έμεινε πολύ ώρα στο
νερό. Και σαφρακιασμένο λέμε αυτόν, που έχει τις παραπάνω ιδιότητες.
Σάρωμα:. (α). Η σκούπα. Είχε σχήμα ισοσκελούς
τριγώνου και ύψος 50 – 60 εκατοστά. Μ΄ αυτή σκουπίζουν τα πατώματα, τα χαγιάτια
κ.λπ. Δεν την έφτιαχναν μόνοι τους, την αγόραζαν από το εμπόριο. Πιο παλιά
έφτιαχναν μόνοι τους σκούπες από σπάρτο.
Σάρωμα:. (β) Ολόκληρος θάμνος από αστοφιά ή θυμάρι,
που αφού είχε πατηθεί κάτω από βαριές πέτρες, είχε δεθεί έντεχνα σε στειλιάρι. Μ΄ αυτό σκούπιζαν τα κατώγια, τις αυλές, τους σταύλους, τους χώρους του
αλωνίσματος κ.λπ.. Για τα αλώνια ήταν προτιμότερη η αστοφιά, ενώ για τις αυλές,
κατώγια κ.λπ. το θυμάρι.
Σαρωματάς:. Αυτός που έφτιαχνε τα σαρώματα. Ήταν
κάτοικος του χωριού και έφτιαχνε μόνο τα σαρώματα με αστοφιά και θυμάρι.
Σβούρα:. Παιχνίδι που έχει το σχήμα δύο ενωμένων
κώνων και στο κάτω άκρο είχε ένα καρφί, που με τη βοήθεια σπάγκου (σχοινιού),
που δενότανε κατάλληλα γύρω της, πετιόταν και γυρνούσε γύρω– γύρω πολύ γρήγορα.
Για τον άνθρωπο, λέμε αυτόν που βρίσκεται συνέχεια σε κίνηση και ασχολείται με
πολλές δουλειές, (σα σβούρα γυρίζει).
Σεγκούνι:. Μάλλινο πανωφόρι των χωρικών και
ιδιαίτερα των γυναικών.
Σειριά:. Γένος από το οποίο κατάγεται κάποιος.
Ράτσα, σόι, φύτρα, γενιά. (Από πού κρατάει η σειριά σου;), (από τι σειριά
κρατιέσαι κι όλο σειέσαι και λυγιέσαι; Δημοτικό τραγούδι).
Σεκλέτι:. Στενοχώρια, θλίψη, μαρασμός, νταλκάς.
Ιδίως από έρωτα.
Σεκλός ή σικλός:. Αυτός που είναι ασταθής στο
περπάτημά του, κυρίως εξ αιτία ανατομικών ατελειών.
Σελέμης:. Αμακαδόρος, τρακαδόρος.
Σέπιτα:. Είναι μια λέξη που τη χρησιμοποιούσαν για
να εκφράσουν το πόσο κουράστηκαν ή ταλαιπωρήθηκαν, για να επιτύχουν ή να
καταφέρουν κάτι.(Έφαγα τα σέπιτα για να σε βρω), (αμάν πια, μου ΄φαγες τα
σέπιτα).
Σερβιτσάλι:. Το κλυστήρι. Ειδική κατασκευή που χρησιμοποιούν
οι γιατροί για να κάνουν κάθαρση του εντέρου. Το κλύσμα.
Σερέτης:. Άνθρωπος εριστικός και κακόπιστος.
Ιδιότροπος, βαρύς, που εύκολα παρεξηγείται ή μαλώνει και σκόπιμα διαστρεβλώνει
την αλήθεια.
Σερμαγιά. ή σιρμαγιά:. Χρηματικό κεφάλαιο που είναι
απαραίτητο για την ίδρυση μιας επιχείρησης. (Πήγε στην Αμερική να δουλέψει, να
πιάσει λίγη σιρμαγιά ν΄ ανοίξει το μαγαζάκι του), (μ΄ άφησε ο θείος μου στη
διαθήκη του ,ένα ποσόν για σιρμαγιά).
Σερμπέτι:. Ποτό πολύ γλυκό και αρωματικό, αλλά και
οτιδήποτε γλυκό πράγμα.
Σέσουλα:. Αντικείμενο που μοιάζει με μικρό φτυάρι και
χρησιμοποιείται από τους μπακάληδες, όταν θέλουν να βγάλουν από τα σακιά, φακές,
φασόλια, ρύζι, ζάχαρη κ.α.
Σερσέλι:. Ο ασουλούπωτος, ο φτωχοντυμένος, ο
παρακατιανός.
Σερσέμης:. Άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από έλλειψη
νοημοσύνης ή που βρίσκεται σε κατάσταση αμηχανίας. Χαζός, βλάκας, ανόητος,
μπουνταλάς, ταραγμένος, συγχυσμένος, σαστισμένος.
Σιμήτι:. Κουλούρι.
Σιταρήθρα:. Ωδικό πουλί, της οικογένειας των
κορυδαλλιδών. Κορυδαλλός ο αγροδίαιτος.
Σιφούνι, Σφούνι:. Μικρό άνοιγμα 5-10 εκατοστών που
το τοποθετούσαν στο κάτω μέρος της βαρέλας, που έπεφτε το νερό στους
νερόμυλους, για να βγαίνει με πίεση το νερό και να κινεί τη φτερωτή.
Σκάδα:. Το αποξηραμένο σύκο, που είναι ενωμένο με
άλλο.
Σκαλτζίθρα:. Η σπίθα της φωτιάς.
Σκάλος:. Όταν όργωναν το χωράφι και μετά περνούσε το
«ζευγάρι» για να ανοίξει «βραγιές», ακολουθούσαν οι αγρότες και με τσάπες
δίκοπες, καθάριζαν το αυλάκι που δημιουργούσε το πέρασμα του «ζευγαριού» από
πέτρες και χόρτα, έσπαζαν τα σβόλια (κομμάτια από σκληρό χώμα) και διαμόρφωναν
κατάλληλα τη «βραγιά».
Αυτή η διαδικασία λεγόταν σκάλος.
Σκαμνί:. Απλό ξύλινο κάθισμα, κοντό, χωρίς στήριγμα
για τη ράχη. Στα σκαμνιά καθόμασταν όταν τρώγαμε στο σοφρά ή όταν καθόμαστε
γύρω από το τζάκι.
Σκαμπάζω:. Μπαίνω στο νόημα κάποιου πράγματος,
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι.
Σκαπετάω:. Όταν απομακρύνομαι και δεν φαίνομαι πια,
(στο καλό να πας, θα σε βλέπω μέχρι να σκαπετήσεις).
Σκαπουλάρισμα:. Το να ξεφεύγει κανείς από κάπου κρυφά,
διαφεύγοντας τον κίνδυνο. Απόδραση, δραπέτευση, γλίτωμα.
Σκάρα:. Με το (τι) μπροστά, αναφερόταν σε
καταστάσεις ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων, που δεν ξέραμε τι ακριβώς συμβαίνει. (Τι
σκάρα έχεις και δε μιλάς;), (τι σκάρα έχει και γαβγίζει;), (τι σκάρα έχει και
δεν μπορώ να το φτιάξω;).
Σκαραούλι:. Στο παιχνίδι με τους βόλους, «σκαραούλι»
λέγαμε όταν με το βόλο μας, χτυπούσαμε το βόλο του αντιπάλου.
Σκαρίζω:. Βγάζω το κοπάδι στη βοσκή. Μεταφορικά, το
χρησιμοποιούμε για ομάδα ανθρώπων που διασκορπίζεται, για το νεογέννητο που
αρχίζει να περπατάει (πάει αυτό, σκάρισε), για τους νεαρούς που γίνονται άντρες
και αρχίζουν να βγαίνουν με τις παρέες τους.
Σκάρμωμα:. Τα φύλλα ή τα μικρά κλωναράκια που
βγάζουν τα μονοετή και ποώδη κυρίως φυτά, κατά τη διάρκεια τη ανάπτυξής τους
(μια χαρά πάνε τα σπαρμένα, αρχίζουν και σκαρμώνουν σιγά–σιγά).
Σκασμούτρες:. Τα σύκα που έχουν ωριμάσει πάνω στη
συκιά και έχουν ανοίξει (σκάσει). Το ίδιο ισχύει και για τα ρόδια.
Σκαστάρες:. Οι ελιές που έχουν χτυπηθεί, με το
«στούμπο» (όχι οι σκισμένες–χαραγμένες). Μπαίνουν στο νερό και τρώγονται
αλατισμένες. Κρατάνε περίπου 15-20 μέρες.
Σκατούλια:. Το παιχνίδι «αμάδες».
Σκατόψυχος:. Αυτός που όσο ζούσε, χαρακτηριζόταν για
τον κακό του χαρακτήρα και τις κακές του πράξεις.
Σκαφίδι–σκαφίδα:. Κατασκεύασμα από ολόκληρο ξύλο,
σκαφισμένο από το ένα μέρος, στο οποίο ζύμωναν το ψωμί.. Υπήρχε και μικρό
σκαφιδάκι για να πλάθουν ζυμάρι για πίτες, τηγανοψώματα, λειτουργιές και γενικά
όταν επρόκειτο το ζυμάρι να ήταν λίγο.
Σκεμπές:. Κοιλιά ή στομάχι ζώου, απ΄ το οποίο
φτιαχνόταν ο πατσάς και μεταφορικά ο άνθρωπος που κάνει κάθε του δουλειά αργά
και τεμπέλικα. Ο τζερεμές, ο νωθρός, ο αργοκίνητος.
Σκεπαστάρι:. Το καπάκι της κάσας που σκέπαζαν το
νεκρό, κατά την ταφή.
Σκιαζάρης:. Αυτός που σκιάζεται, που φοβάται και
τρομάζει εύκολα.
Σκιάζαρο:. Το σκιάχτρο
Σκιάχτρο:. Πρόχειρο κατασκεύασμα με ανθρώπινο
παρουσιαστικό, που το χρησιμοποιούν οι αγρότες για να φοβίζουν και να διώχνουν
τα πουλιά και διάφορα άλλα ζώα, απ΄ τα αμπέλια τους κήπους κ.α.
Σκλείδι:. Η διαμόρφωση του νήματος σε σχήμα
«κουλούρας», για να μπορεί να μπει στην ανέμη. Οι γυναίκες όταν τελείωναν το γνέσιμο,
έπαιρναν το αδράχτι και «αμολούσαν» το νήμα, περνώντας το στα γόνατά τους. ή
χρησιμοποιώντας τη διχάλα που σχηματίζει ο αντίχειρας και ο δείκτης με τον
αγκώνα. Έτσι η κλωστή γινόταν μια κουλούρα (σκλείδι).
Σκορδοστούμπι:. Ξύλινο δοχείο με γουδοχέρι, όπου
φτιάχνεται η σκορδαλιά.
Σκούζω:. Φωνάζω δυνατά και η φωνή μου είναι
διαπεραστική.
Σκουλαμέντρα:. Η βλεννόρροια.
Σκουτιά:. Γενικά ο ρουχισμός (φόρεσα τα καλά μου τα
σκουτιά).
Σκρούμπος:. Φυτά και δέντρα ξεραμένα (τα σπαρτά
έγιναν σκρούμπος). Για ανθρώπους που ξοδεύουν ή χάνουν τα λεφτά τους άσκοπα (τα
΄κανε σκρούμπο). Για καταστροφές από φυσικά φαινόμενα ( με το σεισμό, το χωριό
έγινε σκρούμπος).
Σκύβαλα:. Υπολείμματα από το κοσκίνισμα των
δημητριακών και ιδιαίτερα του σιταριού, που τα χρησιμοποιούσαν για τροφή των
ορνίθων.
Σκυλόπετρο:. Ποικιλία σιταριού που καλλιεργείτο στη
Στενή.
Σκώλος:. Το κλήμα στο αμπέλι.
Σμιγάδι:. Το πολύσπορο ψωμί. Με κύριο συστατικό το
αλεύρι απ΄ το σιτάρι, στο οποίο είχε προστεθεί και αλεσμένο κριθάρι κυρίως,
αλλά και άλλα δημητριακά και όσπρια ενίοτε.
Σοδειά:. Σύνολο γεωργικών προϊόντων που παράγονται
σε μια χρονιά.
Σοδειάζω:. Συγκεντρώνω και αποθηκεύω γεωργικά ή άλλα
προϊόντα, κάνω συγκομιδή. Και μεταφορικά, κάνω αποταμίευση, έχω εισόδημα,
εναποθέτω χρήματα για μελλοντική χρήση.
Σοϊλής:. Άνθρωπος από σόι, από καλή, αριστοκρατική
γενιά.
Σουμπράδα:. Το ένα τέταρτο της ψίχας του καρυδιού.
Δύο σουμπράδες μαζί (πριν τις χωρίσουμε), αποτελούσαν μία “γαϊδάρα”.
Σουρέτη:. Φιλότιμο, ευθιξία, εντιμότητα, συνέπεια. (Τι
λόγια είναι αυτά που λες; Δεν έχεις καθόλου σουρέτη;).
Σουρτούκης:. Αυτός που τριγυρνά άσκοπα στους
δρόμους. Ο αλήτης, ο αλάνης, ο ρέμπελος. Και σουρτούκα ή σουρτούκω, η γυναίκα
που τη διακρίνει ακαταστασία και έλλειψη νοικοκυροσύνης. Ανοικοκύρευτη,
απρόκοφτη, ακατάστατη.
Σούτα:. Η γίδα που δεν έχει κέρατα.
Σουτζούκια:. Περνούσαν τα σπασμένα καρύδια από
κλωστή, ύστερα έφτιαχναν τη μουσταλευριά, εμβάπτιζαν τα καρύδια μέσα στη
μουσταλευριά η οποία κολλούσε επάνω στην αρμάθα των καρυδιών. Μετά τα άπλωναν
για να στεγνώσουν. Όταν στέγνωναν, ξανάκαναν την ίδια διαδικασία πολλές φορές,
μέχρι η τυλιγμένη μουσταλευριά γύρω απ΄ τα καρύδια να φτάσει το πάχος ενός
λουκάνικου περίπου. Ένα απ΄ τα καλύτερα γλυκίσματα, που κρατούσε όλο το
χειμώνα.
Σούτο 1:. Ο τράγος που δεν έχει κέρατα.
Σούτο 2:.
Ποικιλία σιταριού που καλλιεργείτο στη Στενή, αλλά ποιοτικώς κατώτερο.
Σουφλιρός– η– ο:. Ο μυτερός, ο αιχμηρός.
Σούφρα:. Πτυχή υφάσματος. Ζάρα που σχηματίζεται στο
δέρμα ηλικιωμένου κυρίως ατόμου. Μαρασμός βρέφους από αθρεψία. Σφιγκτήρας του
πρωκτού. Δίπλα, ζάρα, ρυτίδα.
Σουφραΐδα:. Η ξύλινη σφραγίδα που εικονίζει στο
κέντρο τετράγωνο με σταυρό και άλλες παραστάσεις, οι οποίες αποτυπώνονται στο
πρόσφορο.
Σοφράς:. Χαμηλό τραπεζάκι, ύψους όχι περισσότερο από
20 – 25 εκατοστά. Συνήθως το σχήμα του είναι κυκλικό.
Σπάθη:. Σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός αρότρου.
Σπανός:. Αυτός που έχει αραιές τρίχες στο πρόσωπο ή
δεν έχει καθόλου τρίχες.
Σπάργανο:. Πλατύ ζωνάρι, κόκκινο, μάλλινο, υφαντό.
Το φόραγαν οι γυναίκες μετά τη γέννα για 10-20 μέρες για να σφίξει η κοιλιά.
Σπερδούκλι:. Και σπιρδούκλι. Το φυτό σπερδουκλιά
(ασφόδελος).
Σπολάρθια ή σπουλάρθια:. Θάμνοι με αγκαθωτά φύλλα.
Δεν έχουν καμιά θρεπτική ιδιότητα, ούτε για ζωοτροφή. Τα χρησιμοποιούσαν για
προσάναμμα στους φούρνους και στα καμίνια, αλλά και για να τονώνουν τη φωτιά
όταν έπρεπε. Κατά τη διάρκεια του καψίματος έκαναν πολύ θόρυβο.
Σποριάτικο:. Ήταν το μερίδιο σε καρπό, που έπαιρνε ο
ιδιοκτήτης αγροκτήματος από τον «κολίγα», στον οποίο είχε αναθέσει την
καλλιέργειά του. Πολλοί που είχαν πολλά κτήματα ή που η δουλειά τους ήταν
τέτοια που δεν τους επέτρεπε να ασχοληθούν με τα κτήματα, τα νοίκιαζαν σε
άλλους (τα έδιναν μισιακά). Αυτός που τα έπαιρνε λεγόταν κολίγας και στο τέλος
της συγκομιδής, έπρεπε να παραδώσει το μισό καρπό στον ιδιοκτήτη ή ότι είχε
συμφωνηθεί. Ο καρπός που έπαιρνε ο ιδιοκτήτης λεγόταν «σποριάτικο».
Σπορόσακο:. Χοντρό σακούλι από γιδότριχα, που βάζανε
το σπόρο για τη σπορά.
Σπουδαγμένος:. Αυτός που είχε σπουδάσει κάποια
επιστήμη. Ο πολύ μορφωμένος.
Σταβάρι:. Εξάρτημα του αλετριού.
Σταγάδα:. Ο καπνός που γεμίζει το δωμάτιο όταν δεν
τραβάει το τζάκι. (Το τζάκι κάπνισε και σταγαδώσαμε).
Στάλος:. Ο τόπος που ξεκουράζετε το κοπάδι κατά τις
μεσημεριανές ώρες. Και σταλιάζω, ξεκουράζομαι στη σκιά το μεσημέρι και
μεταφορικά, παραμένω για μεγάλο χρονικό διάστημα κάπου, χωρίς τη θέλησή μου.
(σταλίζω, ξεροσταλιάζω).
Στάμα:. Στήλη από 14 τσαντίλια με πολτοποιημένες
ελιές, όσες χωράνε στην πρέσα. Ήταν δε και ένδειξη της ποσότητας των ελιών που
είχε ο κάθε γεωργός. (ο Γιώργος είχε πέντε στάματα ελιές). Το στάμα ήταν 72,5
οκάδες ελιές, οι οποίες ζυγιάζονταν πριν μπουν στο αλώνι για το λιώσιμο, ώστε
να χωρέσουν ακριβώς σε μία πρέσα. Δύο στάματα, ήταν ένας μύλος.
Σταματούρα, σταματήρα:. Το «φρένο» του μύλου. Ένας ξύλινος
μοχλός ο οποίος εμπόδιζε το νερό να κινεί την φτερωτή. Ήταν ένα ξύλο κάθετο το
γύριζαν, σκόρπαγε το νερό και δεν έφερνε γύρω την φτερωτή.Το νερό έφευγε από την
φτερωτή μέσα από μια έξοδο και έπαιρνε μέσα από την αμπολή τον δρόμο του πάλι
για το ποτάμι.
Στάνη:. Στεγασμένος ή άστεγος περιμαντρωμένος χώρος,
που χρησιμεύει για τη διαμονή προβάτων.
Στανιό:. Κάτι που γίνεται με την άσκηση επιβολής
πίεσης σε κάποιον. Καταναγκαστικά, με το ζόρι, με τη βία.
Στάντος:. Χοντρό μεγάλο ξύλο (συνήθως από πλατάνα).
Του κόβανε τα κλωνάρια, όχι από τη ρίζα, αλλά σε απόσταση είκοσι περίπου
πόντους από τον κορμό και το χρησιμοποιούσαν για σκάλα, για το ανέβασμα σε
ελιές, καρυδιές κ.α.
Στασίδι:. Ξύλινο κάθισμα που χρησιμοποιείται στην
εκκλησία.
Σταταρίδα:. Έκφραση που χρησιμοποιούσαν για νήπια
που άρχιζαν να στέκονται όρθια και να περπατούν, καθώς και για ασθενείς που
άρχιζαν να αναρρώνουν και να στέκονται στα πόδια τους. (Πως τα πάει ο Θανάσης
με την αρρώστια του; Μια χαρά είναι, τον είδα εχθές και ήτανε σταταρίδα).
Στατέρι:. Μεγάλη ζυγαριά, που ζυγιάζονταν μεγάλα
βάρη (μέχρι και 100 οκάδες). Το προϊόν που επρόκειτο να ζυγιαστεί το κρεμούσαν
σε τσιγκέλι.
Στατλιάζω:. Όταν ύστερα από μεγάλη κούραση μεσολαβεί
λίγη ξεκούραση, λίγο φαΐ ή ύπνος και μας κάνει να «αναλάβουμε» δυνάμεις. (Κοιμήθηκα
δυο ωρίτσες και στατήλιασα λίγο).
Σταυρομάντρι:. Στρούγκα ημικωνοειδής που
χρησιμοποιείται σε κακοκαιρίες και ειδικότερα σε ανέμους, για «πάγκιασμα» των
ζώων.
Σταυρωτό:. Το φορούσανε πάνω από την πουκαμίσα. Από ψιλό μάλλινο
ύφασμα για να μην είναι πολύ βαρύ. Δεν είχε μανίκια και κούμπωνε μπροστά με
κουμπιά.
Στάφνος:. « Του βρήκα το στάφνο», λέμε για κάτι που
το έχουμε μάθει καλά και μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε άνετα. Αλλά και όταν μάθουμε
τις ιδιοτροπίες κάποιου και μπορούμε να συνεννοηθούμε και να συνεργαστούμε μαζί
του. Και γενικά οτιδήποτε γίνεται συνήθειά μας και συνεπώς εύκολο στη χρήση του
για μας.
Σταχτιέρα ή σταχτερό:. Το σταχτοδοχείο.
Σταχτοκουλούρα:. Κουλούρα ψωμιού, που έχει ψηθεί στη
στάχτη.
Σταχτοπάνι:. Το πανί που έβαζαν ανάμεσα στα ρούχα
και το σταχτόνερο, για να γίνει η διαδικασία του καθαρισμού με αλισίβα.
Στέργω:. Συμφωνώ.
Στέρξιμο:. Το να δέχεται κάποιος κάτι, το να δίνει
τη συγκατάθεσή του, αλλά και το να επαληθεύεται κάποια προσδοκία ή να βγαίνει
αληθινό κάποιο όνειρο.
Στέρφα:. Γίδα ή προβατίνα που δε γεννάει.
Στερφεύω:. Για ζώα. Γίνομαι στέρφα, παύω να παράγω.
Για πηγές, ποτάμια κ.λπ. παύω να ρέω, δεν έχω νερό. Γενικά οτιδήποτε παύει να
προσφέρει αυτά που πρέπει ή αυτά που μας έχει συνηθίσει, π.χ. όταν τελειώνει το
βαρέλι με το κρασί. Στέρφεψε το βαρέλι
κ.λπ.
Στημόνι:. Τα νήματα κατά μήκος του αργαλειού, που
ανάμεσα τους πλέκεται το υφάδι.
Στιβάνι:. Είδος παπουτσιού, που καλύπτει τις γάμπες.
Κάτι σαν μπότα ή μποτίνι.
Στοιχειό:. Κάθε δύναμη της φύσης που δεν μπορεί να
δαμαστεί από τον άνθρωπο. Αόρατο υπερφυσικό ον, που σύμφωνα με τις λαϊκές
δοξασίες, ασκεί δυσμενή επίδραση στους ανθρώπους. Φάντασμα, σκιάχτρο. Αλλά και
μεταφορικά άνθρωπος ψηλός και άσχημος με αποκρουστική εμφάνιση.
Στοιχοβαίνω (στχουβαίνου):. Όταν κάποιος μας πίεζε
πολύ ή γινόταν φορτικός, μας ζόριζε, απαντούσαμε με τη φράση «μη με
στχουβαίνς».
Μάλλον η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από τις
λέξεις (σε-τοίχο-βαίνω). Δηλαδή μη με βάζεις στον τοίχο, μη με πιέζεις. Αλλά
και πάλι αν εμείς θέλαμε να πιέσουμε κάποιον λέγαμε ότι «πρέπει να τον
στχοβάνω».
Στούμπος:. Στρογγυλή και γυαλιστερή πέτρα, με την
οποία έτριβαν το χοντρό αλάτι.
Στουπέτσι:. Ανθρακικός μόλυβδος, που χρησιμοποιείται
για την παρασκευή λευκών χρωμάτων. Παλιά αγοράζαμε το στουπέτσι σε σκόνη, το
αραιώναμε στο νερό και βάφαμε τα άσπρα πάνινα παπούτσια μας.
Στουπωτήρι, στυποτήρι:. Το όργανο πάνω στο οποίο
προσαρμοζόταν το στουπόχαρτο.
Στουπόχαρτο, στυπόχαρτο:. Χαρτί με απορροφητικές ιδιότητες
που το πατούσαμε πάνω σε φρεσκογραμμένο χαρτί, που ήταν γραμμένο με μελάνι και
κοντυλοφόρο, για να απορροφήσει το μελάνι και να στεγνώσουν τα γράμματα.
Στουρνάρι:. Γερή πέτρα κοκκινωπού χρώματος.
Στρακαστρούκα:. Η αυτοσχέδια κροτίδα.
Στραμακιάζω:. Χτυπώ κάποιον, συνήθως στο πρόσωπο και
του προκαλώ βλάβη (αίμα απ΄ τη μύτη, αμυχές κ.λπ.). Και στραμακιάστηκα, όταν
σκοντάφτω και χτυπώ το πρόσωπό μου ή όταν χωρίς να προσέχω πέφτω με τη μούρη
πάνω σε κάποιο εμπόδιο (κλαδί, τοίχο κ.λπ.).
Στρίποδο:. Ήταν ξύλινο ή σιδερένιο. Αποτελείται από
μια ξύλινη ή σιδερένια δοκό και στηριζόταν σε τέσσερα πόδια, δύο σε κάθε άκρη
τα οποία κατέβαιναν σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου. Σ΄αυτά βάζανε επάνω σανίδες
και φτιάχνανε κρεβάτι.
Στρίτζα–ρίτζα:. Κάτι το πολύ στενό που ίσα–ίσα μας
χωράει, ρούχο ή χώρος. (Το παντελόνι μου, μου έρχεται στρίτζα – ρίτζα), (απ΄
αυτή την πόρτα περνάς στρίτζα – ρίτζα).
Στρούγκα:. Η διαδικασία του αρμέγματος. Για να
αρμέξουν τα πρόβατα τα έκλειναν σε ένα φραγμένο μέρος και από ένα άνοιγμα
περνούσε ένα–ένα και τα άρμεγαν. Όταν ήθελαν να αρμέξουν έλεγαν «πάω να βαρέσω
στρούγκα». Επίσης στρούγκα ονόμαζαν μια πρόχειρη εγκατάσταση που ήταν μακριά από το μαντρί για
να καταφεύγουν τα πρόβατα όταν έκανε πολύ ήλιο (να σταλίσουνε).
Στειλιάρι:. Γερό, κυλινδρικό, μακρύ ξύλο, που
χρησιμοποιείται σαν λαβή εργαλείων.
Στρωματσάδα: Στρώμα πάνω στο έδαφος, στο δάπεδο,
αλλά και το ξάπλωμα που κάνουμε σε στρώμα που ακουμπά σε έδαφος. Πιο
συγκεκριμένα η στρωματσάδα είναι το ξάπλωμα πολλών ανθρώπων ένας δίπλα στον
άλλον, σε μεγάλο στρώμα που είναι στο δάπεδο.
Στρώση:. Στρώσεις λέγανε τα δοκάρια που έβαζαν στην
οικοδομή, από τον έναν τοίχο μέχρι τον άλλον, για να καρφωθεί επάνω το ταβάνι.
Σύλυτρο:. Η αμοιβή του αγροφύλακα, από αυτούς που
έκαναν τις παραβάσεις. Παλιά, ο αγροφύλακας δεν έπαιρνε μισθό. Η αμοιβή του
εξαρτιόταν από τις παραβάσεις που θα εντόπιζε. Όταν λοιπόν εντόπιζε μία
παράβαση, ο παραβάτης ήταν υποχρεωμένος, εκτός από την αποζημίωση που θα του
επιδίκαζε το δικαστήριο, να πληρώσει και τον αγροφύλακα. Συνήθως τον αγροφύλακα
τον πλήρωνε πριν το δικαστήριο, γιατί αν αρνιόταν, το σύλυτρο θα το όριζε το
δικαστήριο και θα ήταν και μεγαλύτερο.
Συμπάω:. Ανακινώ τα αναμμένα δαυλιά στο τζάκι με το
«ζντράφτο», για να δυναμώσω τη φωτιά.
Σύρσιμο:. Λεγόταν η διαδικασία κατά την οποία τοποθετούσαν
το στημόνι στο αντί για να μπει στον αργαλειό για ύφανση. Σύρσιμο επίσης λέγανε
και τη διάρροια. (Κάτι πρέπει να έφαγα χθες το βράδυ και με πήγε σύρσιμο όλη τη
νύχτα).
Συρτάρι:. Αυτό που οδηγεί το κοπάδι. Συρτάρι το
αρσενικό, συρτάρα το θηλυκό. Το λέμε και γκεσέμι.
Σφίχτης:. Ο κοντός μοχλός που περιστρέφει το
μπροστινό αντί του αργαλειού, για να τυλίγεται το υφασμένο πανί.
Σφοντύλαρος:. Παιδικό παιχνίδι, στο οποίο υπάρχει
ένα μικρό σφοντύλι με τρύπα στη μέση. στην οποία βάζουμε ένα ξύλο που του
έχουμε δώσει το σχήμα ενός μολυβιού ή αδραχτιού, μικρότερου όμως μεγέθους. Το
ξύλο αυτό διαπερνά το σφοντύλι και στο κάτω άκρο του το έχουμε κάνει μυτερό. Το
παιχνίδι αυτό το στριφογυρίζουμε ή με τα χέρια μας ή τυλίγοντάς το με σκοινί και
πετώντας το, περιστρέφεται όπως η σβούρα.
Σφοντύλι:. Συμπαγές, βαρύ ξύλο σε σχήμα κώνου
συνήθως, με τρύπα στη μέση. Το εφαρμόζουμε στο τέλος του αδραχτιού, ώστε να
δημιουργηθεί βάρος και να φέρνει γρήγορα γύρω–γύρω το αδράχτι.
Σχώρια:. Τα μνημόσυνα.
Σωπάνι:. Η φόδρα.
Σώσμα:. Το κρασί στο τελείωμά του.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου