Κυριακή 8 Απριλίου 2018

Πάσχα απ΄τα παλιά, στη Στενή Ευβοίας


Η Λαμπρή είναι η μεγαλύτερη γιορτή για τον έλληνα, που πραγματικά χαίρεται, επειδή αναστήθηκε ο Χριστός. Η εκκλησία, με την υμνογραφία και τις τελετές της, πρώτη έδωσε το σύνθημα για τον ενθουσιασμό και τη χαρά που κυριεύει τα πλήθη, μπροστά στο γεγονός της αναστάσεως του Χριστού.
«Αύτη η κλητή και αγία ημέρα».
«Εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων».
«Λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει και αλλήλους περιπτυξώμεθα».
«Τέρπου, χόρευε και αγάλλου, Ιερουσαλήμ».
Η διάθεση και η παράδοση για μία μεγάλη ανοιξιάτικη γιορτή, υπήρχε πάντοτε στην Ελλάδα, αλλά η Ανάσταση του Χριστού, ήταν ότι συμβολικότερο μπορούσε να συνοδεύσει τη χαρά των ανθρώπων.
Η ψυχική και πνευματική χαρά, από το γεγονός της Αναστάσεως, συναντήθηκε με τη φυσική αγαλλίαση της εποχής και δημιούργησαν το Ελληνικό Πάσχα.
Ένας ακόμη λόγος έκανε την Ανάσταση την πανηγυρικότερη γιορτή του Ελληνισμού. Στα 400 χρόνια της δουλείας του Έθνους, η Ανάσταση του Χριστού, έδινε κάθε χρόνο την ελπίδα για απελευθέρωση και συμβόλιζε την απολύτρωση της φυλής από τον τουρκικό ζυγό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όταν ήλθε η ελευθερία, οι επαναστατημένοι Έλληνες γιόρτασαν το Πάσχα σαν να ήταν οι ίδιοι, «οι απ΄ αιώνος δέσμιοι», που ο Χριστός έβγαλε από τον Άδη.

-Οι προετοιμασίες και οι άλλες εκδηλώσεις για το Πάσχα στη Στενή, αρχίζουν απ΄ το Σάββατο του Λαζάρου. Από την προηγούμενη μέρα τα κορίτσια του σχολείου, έχουν ετοιμάσει το καλαθάκι τους με λουλούδια για να πουν το Λάζαρο
«Δύο μέρες τον φυλούσαν
κι άλλη μια τον προσκυνούσαν,
την ημέρα την Τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ΄ρθει
και εβγήκε η Μαρία,
έξω από τη Βηθανία.
Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δε θα πέθαιν ο αδελφός μου
Άντε πίστευε Μαρία
κι έλα πάμε στα μνημεία.
Εκεί ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει
Σήκω πάνω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Τότε ο Λάζαρος σηκώθει
αναντρώθει ΄πολυτρώθει.
Λάζαρος λαζαρωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Πες μας Λάζαρε τι είδες,
εις τον Άδη όπου πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον.

Οι νοικοκυρές δωρίζουν στα κορίτσια, αυγά ή χρήματα.
Η Κυριακή των Βαΐων γιορτάζεται με μεγαλοπρέπεια. Τα βάγια τα φέρνουν από πολύ μακριά, το ποιο γνωστό σημείο ήταν η τοποθεσία Μαράτζαινες (απού τς Μαράτζινις), στης Δέλφης το κανάλι.
Τ΄ αγιασμένο κλωνάρι που παίρνουν από την εκκλησία, το βάζουν στο εικονοστάσι (στα ΄κονίσματα) και μένει εκεί όλο το χρόνο.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα, όλες οι δουλειές γίνονται μέχρι να χτυπήσει η καμπάνα, γιατί μετά έπρεπε να πάνε στη εκκλησία.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, αρχίζει η προετοιμασία της Λαμπρής.
Εκτός από το άσπρισμα και την άλλη περιποίηση του σπιτιού που κάνουν οι γυναίκες, ζυμώνουν τα κουλουράκια και της κουλούρες με το αυγό στη μέση (Λαμπροκουλούρες) και βάφουν τα απαραίτητα αυγά. Για τα κόκκινα αυγά πιστεύουν, ότι δεν χαλάνε γιατί είναι λαμπριάτικα.
Δε βάφουν αυγά όσοι έχουν πένθος.
Απ΄ το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, αρχίζει η γενική συμμετοχή στον εκκλησιασμό, που διαβάζονται τα 12 ευαγγέλια.
Τη Μεγάλη Παρασκευή νηστεύουν όλοι και συνήθιζαν να τρώνε ψωμί με ξύδι, σε ανάμνηση του μαρτυρίου του Κυρίου.
Απ΄ το μεσημέρι, αρχίζουν να καταφθάνουν στην εκκλησία οι κοπέλες και τα αγόρια, με λουλούδια από τις γύρω πλαγιές κι απ΄ τους κήπους, για να στολίσουν οι γυναίκες τον επιτάφιο.
Το πιο περιζήτητο λουλούδι ήταν οι Μουτζούρες, που έβγαιναν κατά το Δυσκό (στου Ρόκη το Ρέμα).
Το απόγευμα, που είχε τελειώσει ο στολισμός του Επιτάφιου, οι γυναίκες και τα παιδιά, πήγαιναν για να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο και να περάσουν κάτω απ΄ αυτόν, ενώ έψαλαν και το Μοιρολόι της Παναγίας.
Το βράδυ στην περιφορά η χαρά των παιδιών ήταν τα «κλεφτοφαναράκια» όπως τα έλεγαν που τα έφτιαχναν μόνα τους.
Στην περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, κάποιος που είχε μείνει στο σπίτι ή έτρεξε πριν περάσει από κει η πομπή, υποδέχεται τον Επιτάφιο, βγάζοντας αναμμένα κεριά και λιβάνι στα μπαλκόνια ή στα παράθυρα ή στην πόρτα του σπιτιού.
Αξίζει να σημειώσουμε, πως όταν βγαίνουν οι εκκλησιαζόμενοι από την εκκλησία, περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο, ο οποίος έβγαινε πρώτος και τον κρατούσαν τέσσερις άνδρες ελεύθεροι (ανύπαντροι) και που η πράξη τους αυτή, θα τους βοηθούσε να παντρευτούν εκείνη τη χρονιά (έθιμο που ισχύει και σήμερα).
Στην επιστροφή δε από την περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, πάλι περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο για να μπουν στην εκκλησία και να συνεχιστεί η ακολουθία.
Το Μεγάλο Σάββατο τελειώνουν οι προετοιμασίες και προμηθεύονται το απαραίτητο αρνί, όσοι δεν το προμηθεύτηκαν νωρίτερα ή δεν έθρεψαν δικό τους.
Στέλνονται οι κουλούρες στα βαφτιστήρια. Οι τσοπάνηδες στέλνουν γάλα, φρέσκο τυρί και γιαούρτι στους συγγενείς και φίλους γεωργούς, που κι αυτοί με τη σειρά τους, τους στέλνουν κρασί, λάδι ή οτιδήποτε άλλο από την παραγωγή τους. Το αρνί το σφάζουν το Μεγάλο Σάββατο, αλλά οι τσοπαναίοι συνηθίζουν να το σφάζουν ανήμερα το Πάσχα, πολύ πρωί.
Τα μεσάνυχτα πήγαιναν όλοι στην Ανάσταση και συνήθως η Ανάσταση γινόταν δυο τρεις ώρες αργότερα, ώστε όταν σχολνούσε η εκκλησία να κοντεύει να «χαράξει».
Στο «Δεύτε λάβετε φως», ο χώρος της εκκλησίας μετατρεπόταν σε ένα μικρό πεδίο μάχης και το όνομα αυτού που πήρε πρώτος το φως, έκανε το γύρο του χωριού, ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς. Έπρεπε κανείς να καταφύγει σε πονηρά μέσα, για να πάρει το Άγιο Φως ή να έχει μεγάλη λαμπάδα ή να βάζει κοντά στο φυτίλι σπίρτα ή άλλες εύφλεκτες ουσίες, για να «εκβιάσει» τη λήψη του φωτός.
Με το «Χριστός Ανέστη» του παπά, έξω από την εκκλησία, οι κρότοι απ΄ τους πυροβολισμούς και τα βαρελότα «χαλούσαν τον κόσμο».
Με τη λέξη βαρελότα, εννοούμε όλους τους αυτοσχέδιους μηχανισμούς, όπως εκρηκτικές ύλες σφιχτοδεμένες μαζί με χαλίκια, μέσα σε χαρτιά που έσκαζαν χτυπώντας τα στον τοίχο.
Άλλες μορφές βαρελότου ήταν τα «θηλυκά» κλειδιά που τα γέμιζαν με τρίμματα από κεφαλές σπίρτων ή θειάφι και χρησιμοποιώντας ένα κατάλληλο σίδερο για επικρουστήρα, δεμένο με σχοινί ή σύρμα από το κλειδί, τα χτυπούσαν στον τοίχο κι έκαναν παταγώδη κρότο.
Στο σπίτι μετά την Ανάσταση, έτρωγαν μαγειρίτσα, γαρδούμπες, αυγά, τυρί, γιαούρτι κ.α., αφού προηγουμένως σχημάτιζαν με την κάπνα του κεριού με το Άγιο Φως στο ανώφλι της πόρτας, το σημείο του σταυρού και άναβαν το καντήλι, αλλά και τις λάμπες (γιατί τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό) με το Άγιο Φως
Ανήμερα το Πάσχα, αφού έχουν συνεννοηθεί 3-4 ή και περισσότερες οικογένειες, πάνε τα αρνιά στην αυλή του ενός, βάζουν τις σούφλες πάνω στις «φούρκες» και το γυρίζουν, ενώ η «θράκα» που έχει ετοιμαστεί από κληματόβεργες και ξύλα ελιάς επιτελεί το δικό της έργο, ροδοκοκκινίζοντας αργά-αργά τον οβελία, γεμίζοντας τον αέρα με την μυρωδιά του ψητού που γαργαλάει τα ρουθούνια, αναστατώνει το στομάχι και προκαλεί επιπλέον «εκκρίσεις σιέλου».
Οι γυναίκες πηγαινοέρχονται, φτιάχνοντας και σερβίροντας συκωτάκια τηγανητά, αυγά, τυριά και η «χιλιάρα» «πλήρης οίνου» σαν άλλη κλώσα που καλεί τους νεοσσούς της κάτω από τα φτερά της, φαίνεται να καλεί τους «ομοτράπεζους» σε ευωχία, κάτω από τους ατμούς της, έτοιμη να «ενδώσει» στην ελάχιστη επαφή του χεριού και να προσφέρει τα χείλη της «αβίαστα» σ΄ όλους τους συνδαιτυμόνες, βοηθώντας έτσι στην αισθησιακή τέρψη και ευδαιμονική ζάλη του μυαλού και της ψυχής.
Το απόγευμα πάνε όλοι με τις άσπρες λαμπάδες στην «Αγάπη».
Εκεί ο κατηχητικός λόγος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, κατευνάζει τα πάθη, μαλακώνει την ψυχή, γλυκαίνει τις καρδιές και φέρνει δάκρυα στα μάτια η αίσθηση, για το πόσο καλός θα μπορούσε να είναι αυτός ο κόσμος
«Πλούσιοι και πένητες, μετ΄ αλλήλων χορεύσατε.
Εγκρατείς και ράθυμοι, την ημέραν τιμήσατε.
Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευράνθητε σήμερον.
Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.
Ο μόσχος πολύς, μηδής εξέλθει πεινών.»
Μετά την Αγάπη γινόταν χορός στην πλατεία στην Άνω Στενή και στην Κάτω Στενή ο χορός γινόταν στο προαύλιο της Αγίας Τριάδας.

Από αριστερά. Η Ελένη Παπακωνσταντίνου, η Αικατερίνη Μπεληγιάννη, την Τρίτη δεν την αναγνωρίζουμε, 4ος ο γιατρός Νικόλαος Παπαγεωργίου (Ξινιάρης), ο Κωνσταντίνος Θωμάς (Κωτσάκης), που είχε χρηματίσει και πρόεδρος της κοινότητας Στενής, η μικρή Μαρία Θωμά, ο γιατρός Κηρύκος Παπακωνσταντίνου, η Σταμάτω Παπακωνσταντίνου. Οι δύο κυρίες στη συνέχεις πρέπει να ήταν η σύζυγος του Αστυνόμου η μία και η άλλη ίσως η κόρη του η κάποια άλλη γνωστή του. Στη συνέχεια διακρίνεται ο Αστυνόμος και στο τέλος ο γιατρός Δημήτριος Παπακωνσταντίνου.


Μετά το ψήσιμο, φαγοπότι και διασκέδαση.

 
Στην αυλή, μεταξύ των σπιτιών Τάσου Σπυριδάκη και Γιώργου Κατσανά.
Αριστερά, διακρίνεται ο Νίκος Γιαμάς και δίπλα ο Σπύρος Θωμάς. Στο κέντρο, με το άσπρο πουκάμισο, ο Γιάννης Τσίμπος και μπροστά, καθιστός ο Χρήστος Σπυριδάκης (Χρηστάκης).

Πρωτος από αριστερά, ο Ιωάννης Σουλτάνης (Σκουρογιαννάκης) και δίπλα ο Δημήτριος Τσουτσαίος (Καραφωτιάς). Μπροστά του καθιστή η Κατερίνα Τσουτσαίου (Σκαρπίνι) και ο σύζυγός της Κωνσταντίνος Πέτρου (Χωροφύλακας). Τελευταίος δεξιά δίπλα στο δένδρο ο Σπύρος Σπύρου (Γκέτσικας)
Γιάννης Γιαννούκος  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δίρφυς. «Η ναζού κόρη».

H Δίρφη (ή Δίρφυς) είναι το ψηλότερο βουνό της Εύβοιας. Η κορυφή της Δίρφης, υψώνεται στα 1.743 μέτρα. Από τα 1.200 περίπου μέτρα και πά...