Τον
καιρό που πρωτοπάτησαν το πόδι τους οι Τούρκοι στην Εύβοια, πολλοί άνθρωποι από
τα καμποχώρια της, ακόμα κι από την Χαλκίδα, εκείνοι δηλαδή που δεν μπορούσαν
να ανεχτούν τη σκλαβιά και να προσκυνήσουν τον Τούρκο, άρπαξαν τα καριοφίλια
τους, τις οικογένειές τους κι όσα υπάρχοντα μπόρεσαν να μεταφέρουν μαζί τους
και τράβηξαν στα βουνά. Γίνανε Κλαρίτες (όπως τους ονόμαζαν τότες).
Περισσότεροι
από αυτούς ρίζωσαν στις πλαγιές της Δέλφης, στα γύρω υψώματα του Μεσοχωριού (όπως
λένε και τώρα το κέντρο της Στενής).
Οι
Κλαρίτες αυτοί έμεναν σε καλύβες. Οι περισσότεροι είχαν γίδια που τα βόσκαγαν
στο απέραντο δάσος. Ακόμα, οπλισμένοι με καριοφίλια κατέβαιναν νύχτα στα
τουρκοκρατούμενα χωριά κι άρπαζαν ότι έβρισκαν για να κρατηθούν στη ζωή. Ύστερα
η περιοχή εκείνη έβγαζε και βγάζει ακόμα πολλά αγριοκάστανα. Αυτά τους έσωσαν
πολλές φορές από το να μην πεθάνουν από την πείνα τα βαριοχείμωνα.
Μια
μέρα ένας γιδάρης από αυτούς, είδε ένα τραγί του να ξετρυπώνει από μια πελώρια
βατότουφα σε μια μεγάλη λάκα. Του τράγου το μουσούδι έσταζε νερό κι αυτό του
κίνησε την περιέργεια: να τρυπώσει κι αυτός στη βατότουφα. Εκεί είδε πως στο
μέρος εκείνο έβγαινε άφθονο, κρυστάλλινο νερό, μα ξαναχανόταν πάλι στο ίδιο
μέρος.
Το
νερό αυτό σιγά σιγά μαθεύτηκε από όλους. Άνοιξαν, καθάρισαν από τα βάτα το
μέρος εκείνο έφτιαξαν έτσι σα βρύση το νερό, κι όλοι, μια-μια οικογένεια,
άρχισαν να συγκεντρώνονται και να φτιάχνουν τα καλύβια τους εκεί όπου τώρα
είναι η πλατεία και το κέντρο της Άνω Στενής.
Στην
αρχή φτιάχτηκαν καλύβες, με τον καιρό όμως άρχισαν να κτίζονται και σπίτια με
πέτρες και λάσπη. Ονόμασαν το χωριό αυτό Στενό ή Κλεισούρα, λόγω που βρίσκεται
ανάμεσα σε δυο πανύψηλα, απότομα βουνά κι ο ήλιος δεν το βλέπει πάνω από δυο
ώρες την ημέρα το χειμώνα. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, πήρε το
όνομα Στενή.
Στην
Κλεισούρα λοιπόν εκείνη, μαζεύτηκαν σιγά σιγά και εγκαταστάθηκαν μόνιμα όλοι
εκείνοι οι Κλαρίτες της Κεντρικής Εύβοιας που ζούσαν απομονωμένοι ομάδες
ομάδες. Όλοι εκείνοι που δεν εννοούσαν να προσκυνήσουν την Τουρκιά. Έτσι,
συγκεντρωμένοι τώρα άρχισαν να οπλίζονται κιόλας και να οργανώνονται καλύτερα
κατά των Τούρκων.
Κι
έφτιαξαν εκεί την κοιτίδα της ελεύθερης Εύβοιας. Άναψαν τη σπίθα εκείνη που
σιγά σιγά, χρόνο το χρόνο δυνάμωσε και θέριεψε και κατέκαψε την Τουρκιά μέχρι
που ξεκουμπίστηκε από την Εύβοια.
Άρχισαν
λοιπόν οι Κλαρίτες της Κλεισούρας και φύλαγαν σκοπιές μέρα νύχτα γύρω από το
χωριό. Φτιάξαν ακόμα και μόνιμα φυλάκια σαν οχυρά, ψηλά στο στόμιο της
Κλεισούρας, που ήταν καρμανιόλα σκέτη για όποιον οχτρό τόλμαγε να το περάσει.
Σαν
έμαθαν οι Τούρκοι πως οι Κλαρίτες, οι βλάχοι της Κλεισούρας, σήκωσαν μπαϊράκι, θέλησαν
να την καταλάβουν και να την καταστρέψουν ξεστρατεύοντας περί τους χίλιους
Τούρκους. Οι φρουροί της Κλεισούρας όμως αντιστάθηκαν γενναία. Με τα λίγα καριοφίλια
που είχαν, ακόμα και με πέτρες και ξύλα, τσάκισαν τους Τούρκους και τους
ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω, αφήνοντας εκεί πολλούς σκοτωμένους. Άφησαν επίσης
στους Κλαρίτες πολλά όπλα και μπαρουτόσκαγα. Πάθαν τέτοια πανωλεθρία οι Τούρκοι
που δεν ξαναεπιχείρησαν να καταλάβουν την Κλεισούρα.
Έτσι
(κατά τα λεγόμενα πάντα μιας πολύ γριάς Στενιώτισσας), η Κλεισούρα, το Στενό, δεν
πατήθηκε ποτέ από τους Τούρκους. Έμεινε πάντα λεύτερο και οπλισμένο και ήταν το
καταφύγιο κάθε καταδιωκόμενου Έλληνα πατριώτη.
Μετά
την Λευτεριά δημιουργήθηκε σιγά σιγά και η Κάτω Στενή προς τον κάμπο, όπου εκεί
οι Στενιώτες καλλιέργησαν αμπέλια ,χωράφια και ελιές.
Από
το βιβλίο του Τάσου Παπαποστόλου ΜΥΘΟΙ ΘΡΥΛΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου