Ένα από τα πλέον δημοφιλή
πανηγύρια, που το περίμεναν όχι μόνο οι Στενιώτες, αλλά και οι κάτοικοι όλων
των χωριών της παραδίρφυας περιοχής, είναι το πανηγύρι της Αναστασάς, που
γίνεται στην τοποθεσία Πύργος (Σκουντέρι), στο εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.
Στην περιοχή αυτή, σύμφωνα
με την παράδοση αλλά και ιστορικές έρευνες, υπήρχε το Παλιοχώρι. Το ονόμαζαν
έτσι οι Στενιώτες γιατί από εκεί είχαν έρθει οι πρώτοι κάτοικοι για να
εγκατασταθούν στο σημερινό χωριό
Το πανηγύρι το ονόμαζαν (και το ονομάζουν ακόμα) Αναστασά, γιατί το θεωρούσαν σαν συνέχεια της Ανάστασης και μάλιστα τόσο, πού είχε καθιερωθεί η ονομασία αυτή στη συνείδηση των παλαιοτέρων, ώστε πολλοί που τους έλεγαν Αναστάση ή Αναστασία, νόμιζαν ότι γιορτάζουν αυτή τη μέρα.
Το πανηγύρι το ονόμαζαν (και το ονομάζουν ακόμα) Αναστασά, γιατί το θεωρούσαν σαν συνέχεια της Ανάστασης και μάλιστα τόσο, πού είχε καθιερωθεί η ονομασία αυτή στη συνείδηση των παλαιοτέρων, ώστε πολλοί που τους έλεγαν Αναστάση ή Αναστασία, νόμιζαν ότι γιορτάζουν αυτή τη μέρα.
Πώς να ξεχάσεις τη
δεκαετία του 50-60, όταν είσαι 7 έως10 ετών και συμμετέχεις σε τέτοιες
εκδηλώσεις; Έρχονται στη μνήμη σου στιγμές που σε βασανίζουν. Σε κάνουν να
χαμογελάς και συγχρόνως να μελαγχολείς.
Οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Να λουστούμε, να διαλέξει η μάνα μας καθαρά ρούχα για να φορέσουμε, να ετοιμάσει φαγητά. Πολλοί είχαν και κόκκινα αυγά από το Πάσχα και κάποιοι και ψητό ακόμη.
Το πρωί στόλιζαν τα ζώα και τους έβαζαν στο σαμάρι κουβέρτες ή σεντόνια και αφού τα φόρτωναν με τα φαγητά και ότι άλλο ήταν απαραίτητο, τα καβαλούσαν και ξεκίναγαν για τον Πύργο.
Οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Να λουστούμε, να διαλέξει η μάνα μας καθαρά ρούχα για να φορέσουμε, να ετοιμάσει φαγητά. Πολλοί είχαν και κόκκινα αυγά από το Πάσχα και κάποιοι και ψητό ακόμη.
Το πρωί στόλιζαν τα ζώα και τους έβαζαν στο σαμάρι κουβέρτες ή σεντόνια και αφού τα φόρτωναν με τα φαγητά και ότι άλλο ήταν απαραίτητο, τα καβαλούσαν και ξεκίναγαν για τον Πύργο.
Το πλήθος των προσκυνητών,
ήταν αδύνατο να χωρέσει στο χώρο του μικρού ναΐσκου και γι' αυτό έβλεπε κανείς,
αμέτρητους πανηγυριστάδες, σκορπισμένους ανάμεσα στα ρεπιθέμελα του παλιού
Πύργου και των τριών εκκλησιών, που είναι τυλιγμένες με παλιό τοιχογύρι κι
έλεγες πως είχαν σηκωθεί σύγκορμοι απ' τους τάφους τους, οι κάτοικοι του
«Παλιοχωριού» κι εσυγχίζονταν κι επαρδάλωναν οι φορεσιές τους, πάνω στον
καταπράσινο ανοιξιάτικο τάπητα του περίβολου, που άπλωνε σαν αντρομύδα, που με
τις ελιές, τα σχίνα, τα πουρνάρια και κάθε είδους θάμνο, δημιουργούσαν ένα
θεσπέσιο κουφωτό κέντημα του αργαλειού, ενώ οι ψαλμοί απ' τη ζωοδόχο, έφταναν
στ' αυτιά μας σαν ένα μελωδικό, θείο θρόισμα.
Και το πλήθος αυτό,
αποτελούταν από εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά, από όλα τα χωριά της
περιοχής. Τη Στενή, τους Βούνους, τα Καμπιά, τις Γίδες (Αμφιθέα), τη Λούτσα,
τον Πούρνο, το Θεολόγο, το Μίστρο, το Μαυρόπουλο, τους Καθενούς, τον Πισσώνα,
τον Πάλιουρα, τον Άγιο Αθανάσιο, αλλά και από άλλα χωριά μακρύτερα από την
περιοχή.
Ο καθένας με τη δική
ιδιαίτερη φορεσιά, τη δική του νοοτροπία, τη δική του προφορά και ιδιόλεκτο.
Τόσο πολύ, που χωρίς να γνωρίζεις κάποιον, έβγαζες το συμπέρασμα και έλεγες, ότι
αυτός είναι Στενιώτης ή Βουναΐτης ή Μαυροπουλαίος, η Καθενιώτης κλπ.
Και σπάνια έπεφτες έξω.
Οι παρέες είχαν συμφωνηθεί
από τις προηγούμενες μέρες και ήταν μια ευκαιρία να συναντηθούν συγγενείς, που
ζούσαν στα άλλα χωριά, στα οποία είχαν βρεθεί λόγω παντρειάς ή για άλλους
λόγους.
Μετά την εκκλησία άπλωναν σεντόνια στο γρασίδι, καθόντουσαν έστρωναν τα φαγητά και άρχιζε το φαγοπότι, το τραγούδι και ο χορός.
Κάποιος επίτροπος γυρνούσε και έβαζε σε λοταρία το «μανάρι της εκκλησίας», που πάντα κάποιος κτηνοτρόφος είχε προσφέρει για ενίσχυση.
Επίσης το πανηγύρι αυτό, ήταν και ένας τόπος να «ειδωθούν» δυο νέοι από διαφορετικά χωριά, για τους οποίους κάποιοι συγγενείς ή φίλοι είχαν ενδιαφερθεί να τους παντρέψουν.
Κάτι το μαγευτικό ήταν η επιστροφή στο χωριό των «πανηγυριωτών».
Στόλιζαν πάλι τα ζώα με τις πολύχρωμες κεντητές κουβέρτες και σεντόνια, για το δρόμο της επιστροφής.
Τα ζωντανά ξεκούραστα και χορτάτα από το πλούσιο χορτάρι, ξεκινούσαν καμαρωτά, αλλά και πειθήνια στις εντολές και την καθοδήγηση των αφεντικών τους
Μετά την εκκλησία άπλωναν σεντόνια στο γρασίδι, καθόντουσαν έστρωναν τα φαγητά και άρχιζε το φαγοπότι, το τραγούδι και ο χορός.
Κάποιος επίτροπος γυρνούσε και έβαζε σε λοταρία το «μανάρι της εκκλησίας», που πάντα κάποιος κτηνοτρόφος είχε προσφέρει για ενίσχυση.
Επίσης το πανηγύρι αυτό, ήταν και ένας τόπος να «ειδωθούν» δυο νέοι από διαφορετικά χωριά, για τους οποίους κάποιοι συγγενείς ή φίλοι είχαν ενδιαφερθεί να τους παντρέψουν.
Κάτι το μαγευτικό ήταν η επιστροφή στο χωριό των «πανηγυριωτών».
Στόλιζαν πάλι τα ζώα με τις πολύχρωμες κεντητές κουβέρτες και σεντόνια, για το δρόμο της επιστροφής.
Τα ζωντανά ξεκούραστα και χορτάτα από το πλούσιο χορτάρι, ξεκινούσαν καμαρωτά, αλλά και πειθήνια στις εντολές και την καθοδήγηση των αφεντικών τους
Στο δρόμο της επιστροφής,
οι νεαροί κυρίως και υπό την επήρεια του κρασιού αλλά και από τη διάθεση να
επιδειχθούν, κυρίως στα μάτια των κοριτσιών, έκαναν διάφορα επικίνδυνα
παιχνίδια με τα ζώα τους.
Η μεγάλη όμως μάχη δινόταν όταν έμπαιναν στο χωριό. Μόλις έφταναν περίπου στη θέση βαθύρεμα, σπιρούνιζαν τα ζώα τους και έμπαιναν στο χωριό καλπάζοντας
Εκεί οι κάτοικοι, όσοι δεν είχαν πάει στο πανηγύρι, τους περίμεναν στη θέση Βρυσίτσα και μερικοί λίγο παραπάνω, στα «γύφτικα» και τους χειροκροτούσαν.
Η μεγάλη όμως μάχη δινόταν όταν έμπαιναν στο χωριό. Μόλις έφταναν περίπου στη θέση βαθύρεμα, σπιρούνιζαν τα ζώα τους και έμπαιναν στο χωριό καλπάζοντας
Εκεί οι κάτοικοι, όσοι δεν είχαν πάει στο πανηγύρι, τους περίμεναν στη θέση Βρυσίτσα και μερικοί λίγο παραπάνω, στα «γύφτικα» και τους χειροκροτούσαν.
➖
Παρ΄ όλη την απόσταση και
με δεδομένο πως η μεταφορά γινόταν με μουλάρια και γαϊδούρια ή και με τα πόδια,
σε ένα δρόμο χωμάτινο, οι Στενιώτες, ποτέ δεν πήγαιναν στο πανηγύρι ατημέλητοι.
Θα φορούσαν τα καλύτερά
τους ρούχα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, προσεγμένοι, περιποιημένοι, πλυμένοι.
Γιατί όπως είναι γνωστό,
το καλό ή το κακό ντύσιμο, αντανακλά το σεβασμό που έχεις σε ότι επισκέπτεσαι.
Και ο σεβασμός των Στενιωτών στις εκκλησίες ήταν μεγάλος
Παραθέτουμε μερικές
φωτογραφίες.
Από αριστερά. Κατερίνα Τσουτσαίου (Σκαρπίνι). Κατερίνα Παπαϊωάννου. Ο μικρός τότε Δημήτρης Τσουτσαίος. Παναγιώτα Τσουτσαίου (Γιώκα). και η Μαρία Μεργού (του Τσάλλη). |
Όρθιος είναι ο Σταμάτης Ντουμάνης (Μανταβέλης). Καθιστοί από αριστερά. Ο Μήτσος Κατσανάς, ο Γιάννης Γερακίνης (Καμπάνης) και ο Βασίλης Κορώνης. |
Διακρίνουμε, πρώτη από αριστερά την Μαρία Σπύρου-Σπυριδάκη και απέναντι 4ος στη σειρά, το σύζυγό της Δημήτριο Σπύρου (Γκέτσικας). |
4η από αριστερά η Στέλλα Μαστρογιάννη (του Φούτρα), 5η η Μαρία Παπακωνσταντίνου και 2η καθιστή η Χαραλαμπία Μπεληγιάννη (Μάκη) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου