Ήταν 40 δράκοι που ζούσαν
σε μια σπηλιά.
Και πήγαινες εκεί κι
έλεγες, «άνοιξε, σπηλιά» κι άνοιγε η σπηλιά. Έπαιρνες μέσα το χρυσό, ας πούμε,
που είχαν μέσα οι δράκοι. Αλλά όταν έμπαινες μέσα κι έλεγες κλείσε σπηλιά, δεν
άνοιγε η σπηλιά από μέσα.
Κι όταν είχε πάει, λέει,
εκεί ένας που ήταν ο πιο φτωχός, είπε «άνοιξε, σπηλιά» άνοιξε η σπηλιά και πήρε
μέσα το χρυσό που είχαν εκεί. Δεν ήταν εκεί οι δράκοι, είχαν πάει να δουλέψουν
γιατί δουλεύουν και οι δράκοι.
Κι ήρθε ένας γείτονας που
τον είδε και του λέει, «που τα βρήκες αυτά;», του λέει. «Αυτό κι αυτό», λέει,
«και πήγα σε μια σπηλιά που ήτανε οι δράκοι και πήρα το χρυσό.» «Θα πάω κι
εγώ», λέει αυτός. Πήγε αλλά δεν μπορούσε να βγει από τη σπηλιά και τον βρήκαν οι δράκοι και τον σκοτώσανε, γιατί
όταν πήγε μέσα είπε «κλείσε, σπηλιά», ενώ ο άλλος δεν είπε, κι η σπηλιά δεν
άνοιγε από μέσα. Θα πήγαινες εκεί θα έλεγες, «άνοιξε σπηλιά», θα άνοιγε, αλλά
όταν έχεις μπει να μην έχεις κλείσει τη σπηλιά από μέσα. Ενώ ο άλλος πήγε μέσα,
«άνοιξε σπηλιά», άνοιξε η σπηλιά. Πήγε μέσα, «κλείσε, σπηλιά, τώρα». Έκλεισε η
σπηλιά, έμεινε μέσα αυτός. Έπρεπε να ’ναι όξω άλλος να του ανοίξει μετά. Πήγε
λοιπόν και πήγε κρύφτηκε μες στο χρυσό, αυτός και λέγαν οι δράκοι, «ανθρώπινο
κρέας μυρίζει εδώ» και έψαξαν και τον βρήκαν. Τον έφαγαν, έφαγαν και το
γαϊδούρι που είχε φέρει να φορτώσει.
Διήγηση
Μαρία
Ντούρμα-Μυτάκη
Ανάλυση
Οι 40 Δράκοι Το παραμύθι
του άπληστου.
Αυτό το παραμύθι θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ύμνος ενάντια στην απληστία, τη ζήλια και την
απροσεξία. Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια παραλλαγή του Αραβικού
παραμυθιού, Ο Αλή-Μπαμπά κι οι 40 Κλέφτες. Παρόμοιες διηγήσεις όμως υπάρχουν
και στην Ελληνική παράδοση, όπως Οι Δώδεκα Μήνες. Η Στενιώτικη, σατιρική
προσθήκη της κατανάλωσης και του δύστυχου, αθώου γαϊδουριού στο τέλος είναι
χαρακτηριστικό δείγμα αυτοσχεδιασμού για να κερδισθούν οι εντυπώσεις και να
γίνει πιο ελαφρύ το κλίμα.
Γεωργία
Καρδιόλακα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου