Σαν
την παλίρροια της θάλασσας έχει πολλές φορές μετατοπίσει το έθνος μας μέσα σε
τούτη τη χώρα, που μας ανήκει από χιλιάδες χρόνια: μέσα στην Ελλάδα μας.
Σαν
πλημμύρα ξαναγυρίζουν οι Έλληνες στον καιρό της ελευθερίας από τα βουνά στους κάμπους.
Γεμίζει ο τόπος χωριά. Και στις πολιτείες μαζεύονται πιο πολλοί παρά όσοι
χωρούν εκεί να ζήσουν.
Στο
Καταφύγι τα παρατήσανε τα σπίτια και κατεβήκανε στα χαμηλώματα. Ακάπνιστα όπως
μείνανε σωριάσανε με τον καιρό. Ίδια ρημάξανε και τα Φύλλα. Κι άλλα κι άλλα
χωριά.
Μόνο
η Κλεισούρα δεν το αποφασίζει να κουνηθεί.
«Πώς
να αφήσουμε τη βρύση που παίρνουμε νερό;» «Και που θα βρούμε ποτάμι να
πλύνουμε;» «Πώς να τραβούμε νερό με το σκοινί;» «Απέξω από το σπίτι μας περνάει
το αυλάκι και κατασβήνουμε την πάνα!» «Στον κάμπο ,θα κιτρινίσουμε σαν τις
γουστέρες!» «Στον κάμπο θα προσκομελιάσουμε σαν τις μπράσκες!» Τέτοιες
αντιρρήσεις αραδιάζουν οι γυναίκες.
«Στον κάμπο θα πίνουμε χοχλαστό νερό». «Στον κάμπο άμα βαρέσει ο ήλιος, δεν σηκώνεις κεφάλι πια!» «Εδώ περπατείς πέτρα σε πέτρα!». «Στον κάμπο δε βρίσκεις πέτρα να καθίσεις». «Στον κάμπο δεν τραβάει ξαέρι. Εδώ ανοίγεις το βορεινό παράθυρο και σου έρχεται η παντοβολιά από την καστανιά». «Στον κάμπο σε πιρουνιάζει η παγωνιά, το χειμώνα». «Στον κάμπο κάνουνε τα μάτια σου κλωστές από το λιοπύρι!»
«Στον κάμπο θα πίνουμε χοχλαστό νερό». «Στον κάμπο άμα βαρέσει ο ήλιος, δεν σηκώνεις κεφάλι πια!» «Εδώ περπατείς πέτρα σε πέτρα!». «Στον κάμπο δε βρίσκεις πέτρα να καθίσεις». «Στον κάμπο δεν τραβάει ξαέρι. Εδώ ανοίγεις το βορεινό παράθυρο και σου έρχεται η παντοβολιά από την καστανιά». «Στον κάμπο σε πιρουνιάζει η παγωνιά, το χειμώνα». «Στον κάμπο κάνουνε τα μάτια σου κλωστές από το λιοπύρι!»
Αυτά
λένε οι άνδρες.
Έρχονται
κατόπι οι γέροι.
«Δεν
αφήνω εγώ την αγκωνή μου. Εγώ θέλω να μου κλείσουνε τα μάτια στο σπιτάκι μου,
εδώ που γεννήθηκα. Και να με θάψουν εδώ που θάψανε τον πατέρα μου και τον
παππού μου. Κι όλοι μαζί: «Που θα βρούμε νά ναι τα πεύκα μέσα στο χωριό;
Έχουν
δίκιο. Τα πεύκα είναι κατεβασμένα ως την άκρη του χωριού κι απλώνουν απάνω από
τις σκεπές των σπιτιών. Και τι πεύκα! Ψηλά σαν πολυκατοικίες και με πατώματα το
καθένα. Το πρώτο πάτωμα με πιο χοντρά κλωνάρια. Όσο όμως ανεβαίνουμε,
αλαφρώνουν, ώσπου στο τέλος η σκεπή γίνεται ανάερη.
Στο
κάθε πάτωμα κουρνιάζουνε διαφορετικά πουλιά. Κάτω ο κούκος, στο δεύτερο οι κουρούνες,
στο τρίτο και στο τέταρτο άλλα. Οι σπουργίτες έχουνε πιάσει τα μπαλκόνια.
Που
τέτοιο κλαρί στον κάμπο! Θέλει να δέσεις μάτσο είκοσι κορμιά, να κάμεις ένα σαν
τα πεύκα της Κλεισούρας. Κάθε πεύκο από τούτα είναι μια ξεχωριστή, μια σπουδαία
προσωπικότητα. Αξίζει να περάσεις ώρα πολύ μαζί της. Ξέρουν να μιλούν αυτά τα
πεύκα. Σε προσανατολίζουν όταν είναι συγνεφιές. Και σε πληροφορούνε ποιος
άνεμος το πιάνει πιο πολύ το μέρος τους.
Σου
ιστορούνε και την ατομική τους ζωή. Τα βάσανα και τα κιντέρια, που έχουνε
περάσει. Γιατί γέρνει το ένα. Γιατί το άλλο σκύβει. Πως εκείνο κατάντησε σακάτικο.
Τι έγινε το κλωνάρι, που λείπει από τη θέση του.
Κι
οι φυλλωσιές οι βαθυπράσινες διηγιώνται τις χαρές. Γιατί έχουνε περάσει και
καλά τα πεύκα.
Σου
σιγομιλούν. Αλλά κατεβαίνει συχνά το αγέρι κι αρχίζει το σούσουρο, που
δυναμώνει σε βούισμα, που γίνεται συναυλία στο τέλος, σε συνεπαίρνει και δεν
προσέχεις το κρυφομίλημα των πεύκων.
Κι
όταν πέσει το αγέρι, τα πουλιά-που δε βγάναν άχνα ως τώρα-το παίρνουν αυτό το
τραγούδι. Έτσι σπάνια βρίσκεις ευκαιρία να ακούσεις τα πεύκα. Οι χωριανοί όμως
βρίσκουνε καιρό να τα ακούνε. Αυτό γίνεται τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Έχουνε
συνηθίσει οι χωριανοί τη μιλιά των πεύκων και καταλαβαίνουνε καλά τους καημούς
των. Και τώρα, που γίνεται λόγος, να ξαναγυρίσουν οι χωριανοί στους κάμπους,
τους φαίνεται σα να τους έρχεται από τα πεύκα το σιγορώτημα. «Γιατί φεύγετε,
γιατί μας αρνιέστε; Που θα βρείτε καλύτερα;»
«Πουθενά
δεν πηγαίνουμε!» απαντούνε μέσα τους . «Δεν αφήνομε το χωριό μας. Αλλού δεν
είναι σαν τον τόπο μας! Γλυκό μας χωριό!»
Γιώργου
Ντεγιάννη
Μέσα
στους λόγγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου