Λαγά-λαγά:. Περπάτημα σιγανό και ελαφρό, σαν το
πήδημα του λαγού (αυτός πάει λαγά-λαγά). Αλλά χρησιμοποιείται και σε ότι αφορά
τον τρόπο που θέλουμε να δείξουμε τις διαθέσεις μας (αυτός μας το φέρνει λαγά–λαγά).
Λαγάζω:. Στέκομαι ακίνητος, ησυχάζω, κουρνιάζω,
κρύβομαι, ξεκουράζομαι, κοιμάμαι. (βάλι γ΄ναίκα τα πιδιά να λαγάσνι λίγου,
γιατί του προυί έχνει σκουλειό).
Λαγαρά:. Το μέσα μέρος από τα μπούτια του ζώου, στα
πισινά πόδια και γενικά τα μαλακά μέρη του σώματος, που βρίσκονται κάτω από τις
πλευρές.
Λαγαρίζω:. Ξελαμπικάρω, καθαρίζω, ξεθολώνω. και
λαγαρός, αυτός που δεν είναι θολός, δεν είναι νοθευμένος, δεν έχει ξένες
ουσίες, ο διαυγής, ο διάφανος, ο καθαρός.
Λαγγιόλι:. Τριγωνικό κομμάτι ύφασμα, που το
προσθέτουν στη φουστανέλα για να μακρύνει. Κομμάτι ύφασμα που το πρόσθεταν στα
πανωβράκια, για να δημιουργηθεί η σέλα. Έτσι επίσης αποκαλούσαν τα άτομα που
ήταν δύστροπα, εριστικά και στρυφνά και θέλανε να γίνεται πάντα το δικό τους
(Είνι αυτός ένα λαγγιόλ΄ ου Θιός να σι φλάει).
Λαγόνια:. Τα δύο κάτω πλάγια μέρη της κοιλιάς.
Λαδερό:. Δοχείο λαδιού μικρής χωρητικότητας, που
χρησιμοποιείται ακόμα και στο τραπέζι. (ροΐ).
Λαδίκα:. Τσίγκινο δοχείο για λάδι χωρητικότητας 33
οκάδων περίπου. Από τη μία μεριά ήταν επίπεδη για να μπορεί να φορτώνεται στα
ζώα ή στον ώμο των ανθρώπων.
Λαδικό:. Ότι και το λαδερό, αλλά μεταφορικά σημαίνει
και την κουτσομπόλα και φιλοκατήγορη γριά.
Λαδόπανο:. Πανί που τύλιγαν το βρέφος, αμέσως μετά
τη βάφτιση και το σκούπιζαν.
Λάια:. Η μαύρη προβατίνα και Λάιος, ο μαυριδερός άνθρωπος
ζώο ή πράγμα.
Λαΐζει:. Υπάρχει κάτι, κυρίως μετά από κάποια
καταστροφή, (δε λαΐζει τίποτα), (μετά απ΄ αυτό το χαλάζι δε λάισε τίποτα).
Λαιμαργιά:. Τη βάζουν στο λαιμό του αλόγου, όταν
τραβούσε το αλέτρι ή όταν αλώνιζαν. ΄Έχει σχήμα ωοειδές και αποτελείται από δέρμα,
γεμισμένο με άχυρο, τραγόμαλο και φουσκί. Στην κορυφή άνοιγε για να μπορούν να
τη βάζουν και να τη βγάζουν από το ζώο, ενώ είχε και γάντζους σε διάφορα σημεία
για να προσδένεται και να τραβιέται το «τραφτό».
Λάκα:. Όταν έχω ορθάνοιχτα την πόρτα ή τα παράθυρα,
λέμε ότι τα έχω λάκα. Ή όταν είμαστε ξεκούμπωτοι μας λένε οι άλλοι ειρωνικά
«έχεις λάκα τα μαγαζιά σου». Κυρίως όμως, λάκα λέμε ένα επίπεδο, ίσιο μέρος. Η
τοποθεσία «στην καρατλάκα», προέρχεται από
τη φράση στου καρά τη λάκα.
Λακάω:. Τρέχω για να αποφύγω κάποιον, κυνηγημένος,
φοβισμένος. (λάκα γιατί έρχεται ο αγροφύλακας).
Λάκκωμα:. Βαθιά κοιλότητα γης, μικρή κοιλάδα.
Βαθούλωμα.
Λαλακιάζω:. Όταν δουλεύω στα χωράφια κάτω από τον
καυτό ήλιο, ιδρώνω και στεγνώνει το στόμα μου, (λίγο νερό ρε παιδιά, λαλάκιασα).
Λάμια:. Τέρας της μυθολογίας και μεταφορικά γυναίκα
κακίστρω, στρίγγλα, μοχθηρή.
Λαμπίκος:. Καθαριότητα, πάστρα, γυαλάδα. (Έκανε το
σπίτι της λαμπίκο).
Λανάρια:. Δύο τετράγωνα ξύλα, με καρφιά στο ένα
μέρος και χερούλι, με το οποίο λανάριζαν (έξαιναν) το μαλλί, για να μπορούν να
το γνέσουν. Υπήρχαν και ειδικά λανάρια που είχαν κυρίως οι τσοπάνηδες για να
λαναρίζουν το τράγιο μαλλί, που ήταν κατάλληλο για να φτιάχνουν πατατούκες.
Λάου–λάου:. Κάνω κάτι με προφύλαξη, κρυφά, σιγά–σιγά,
επιτήδεια, με κατεργαριά και γλυκό τρόπο.
Λαρομανάω:. Γυρνώ στους δρόμους, πιάνω κουβέντα με
περαστικούς, μιλώ δυνατά, αστειεύομαι, γελάω και γενικά είμαι σε μια κατάσταση
ιλαρότητας.
Λαχ–λαχ:. Όταν προσπαθούμε να κάνουμε κάποιες
δουλειές γρήγορα, επειδή περιμένουμε μια ξαφνική επίσκεψη ή επειδή πρέπει κάπου
να πάμε ή επειδή το είχαμε ξεχάσει και πρέπει να γίνει μια δουλειά σε πολύ
λιγότερο χρόνο απ΄ όσο λογικά θα χρειαζότανε (με την ψυχή στο στόμα), όπως λέμε
συνήθως. Σίγουρα προέρχεται από τη λέξη λαχανιάζω, όπου επαναλαμβάνονται δύο
φορές τα πρώτα γράμματα.
Λαχαίνω:. Ανταμώνω κάποιον τυχαία, συμβαίνει κάτι
συμπτωματικά. Πετυχαίνω, συναπαντώ, τρακάρω, παθαίνω κάτι κακό (Τι μου ‘λαχε να
πάθω). (Εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει) για τους ολιγαρκείς.
Λεβιθόχορτο:. Βότανο για ανθρώπους που πάσχουν από
λεβίθες.
Λειτρουικό. (λειτουργικό):. Τα χρήματα που δίνουμε
στην εκκλησία όταν πηγαίνουμε στη λειτουργία. Συνήθως τα χρήματα τα άφηναν στο
τέλος της λειτουργίας, όταν έπαιρναν απ΄ τον παπά το αντίδωρο.
Λειψοφεγγαριά:. Νύχτα χωρίς φεγγάρι. Η τελευταία φάση της σελήνης.
Λεφούσι (το):.μεγάλο πλήθος από ανθρώπους, ζώα ή έντομα.
Λητάρι:. Σχοινί ή λουρί που δένουμε τα κατοικίδια
ζώα. Για κάποιον που η συμπεριφορά του δεν είναι φυσιολογική, κυρίως
ψυχολογικά, αλλά και όταν οι πράξεις του αντίκεινται στην κοινή λογική, λέμε
(αυτός είναι για το λητάρι) δηλαδή για δέσιμο.
Λιαγκρίζω:. Όταν βλέπω κάτι με δυσκολία, επειδή είναι
μακριά ή επειδή έχει ομίχλη ή επειδή μας ζαλίζει ο ήλιος. (Κάτι λιαγκρίζω εκεί
πέρα στην πλαγιά), (δε λιαγκρίζω τίποτα). Και λιαγκρίζει, λέμε για κάτι που
ίσα–ίσα φαίνεται. (τι λιαγκρίζει εκεί πέρα;).
Λιακά:. Τα εντόσθια. (θα πάρω ένα μαχαίρι και θα σου
πετάξω τα λιακά έξω), (απ΄ το πολύ γέλιο πόνεσαν τα λιακά μου).
Λιάρα:. Γίδα παρδαλή, ασπρόμαυρη σε όλο της το σώμα.
Λιασμάδια:. Τα σύκα, όσα δεν τα φάγαμε στην εποχή
τους, οι σκασμούτρες ή αυτά που έχουν πέσει μόνα τους από τη συκιά, αλλά και
αυτά ακόμη που είναι πάνω στο δέντρο, αλλά έχουν στεγνώσει πια και δεν
τρώγονται, τα μάζευαν και τα άπλωναν σε απλώστρες (συνήθως πάνω σε σπάρτα)
αρκετές μέρες για να λιαστούν. Ύστερα από το λιάσιμο, τα έριχναν σε καζάνι με
νερό που βράζει και τα «ζεματάνε». Τα σύκα αυτά τα περνούσαν σε αρμαθιά και
κρατούσαν όλο το χειμώνα.
Λιάστρα:. Χώρος που άπλωναν τους καρπούς για να
ξεραθούν, όπως το χαγιάτι, η αυλή, ακόμα και τα κεραμίδια, για τα καρύδια.
Λιάστρες φτιάχνανε και στ’ αμπέλια (κυρίως για τα σύκα). Καρφώνανε στη γη
φούρκες πλατανίσιες και πάνω στρώνανε σπάρτα.
Λιβίθες, λεβίθες:. Μικρά άσπρα σκουλικάκια, που
έβγαινα με τα κόπρανα των μικρών παιδιών κυρίως. Πρόκειται για παράσιτα του
εντέρου, και οφείλονται σε μη σωστή διατροφή.
Λιγδιάρης:. Αυτός που είναι γεμάτος λίγδα, βρώμα,
συνήθως από λιπαρές ουσίες.
Λίγκρι:. Λέξη που χρησιμοποιούσαμε από μικροί, όταν
είχαμε παιχνίδι ή γλυκό και θέλαμε να κάνουμε τους άλλους να ζηλεύουνε.
Επιδεικνύαμε το αντικείμενο που είχαμε, το κουνούσαμε επιδεικτικά και λέγαμε
πολλές φορές τη λέξη λίγκρι, λίγκρι, λίγκρι (ζήλεια).
Λιθοπάτι:. Φουσκάλες που δημιουργούνταν στα πόδια
(πατούσες). Ένα φαινόμενο που ήταν
αποτέλεσμα της ξυπολησιάς. Οι πατούσες ερεθίζονταν, αφού οι άνθρωποι πατούσαν
ξυπόλητοι πάνω σε πέτρες θάμνους, ανώμαλα εδάφη κ.λπ. Οι φουσκάλες, τα
πρηξίματα, και οι πληγές που δημιουργούνταν, σε συνάρτηση με το πύον (όμπυο)
που έβγαζαν όταν έσπαζαν ή με το κάκαδο που ξεραινόταν από τις πληγές, με τον
καιρό είχε δημιουργήσει μια προστατευτική «σόλα» στην πατούσα μας, το λιθοπάτι.
Λικούκι:. Λιωμένα κουκούτσια ελιάς, που έμεναν μετά
από το λιώσιμο και στύψιμο στα τσαντίλια των ελιών στο λιοτρίβι. Συνήθως το
πουλούσαν σε εμπόρους, γιατί μ΄ αυτό έφτιαχναν την πυρήνα, που τη χρησιμοποιούσαν
για θέρμανση στα μαγκάλια. ΄Όσοι κρατούσαν λίγο, το έδιναν για τροφή στα
γουρούνια, αφού πρώτα το ανακάτευαν με νερό και αλεσμένο κριθάρι.
Λιμάρης:. Ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος, που πεινάει
υπερβολικά, ο αδηφάγος.
Λιμοκαμένος:. Αυτός που υποφέρει από πείνα, ο
φτωχός, ο άπορος, που με το ζόρι εξασφαλίζει το φαγητό της ημέρας και όχι
πάντα.
Λιμοτάγαρο (το):. Ο άχρηστος, ο τεμπέλης, ο
πειναλέος.
Λιμπίζομαι:. Κάτι που μ΄ αρέσει, το θαυμάζω και
παράλληλα θέλω να το αποκτήσω, να το γευθώ, να το δοκιμάσω. (Είδα αυτήν την
κοπέλα και την λιμπίστηκα), (έχει φτιάξει ένα χωράφι που το λιμπίζεσαι).
Λιόγορδα:. Μικρό φυτό που στην εποχή της ανθοφορίας
του έβγαζε ένα «οβάλ» μοβ λουλούδι. Η ρίζα του (λιόγορδο) ήταν σαν κρεμμύδι ή
μικρή πατάτα. Την έβγαζαν, την καθάριζαν και την έβραζαν έξι ή επτά φορές για
να φύγει η πικράδα του. Είναι οι γνωστοί σήμερα βολβοί.
Λίρα:. Μεγάλη κολοκύθα. Η φλούδα της γινόταν κίτρινη
και πολύ σκληρή όταν ωρίμαζε, ενώ απ΄ το εσωτερικό της (το φαΐ της), έφτιαχναν
νοστιμότατους λιροκεφτέδες και λιρόπιτα.
Λίχνισμα:. Το ξανέμισμα του σιταριού, μετά το
αλώνισμα, για να χωριστεί ο καρπός από το άχυρο.
Λιχούδης:. Αυτός που έχει την επιθυμία να δοκιμάζει
τα πάντα, τα διαλεχτά φαγητά ή γλυκίσματα. Παράλληλα είναι και βιαστικός, θέλει
να τσιμπάει από παντού, χωρίς να περιμένει την ώρα του φαγητού. (Περίμενε πέντε
λεπτά να κάτσουμε να φάμε όλοι μαζί, μην είσαι λιχούδης).
Λιχωζούμι:. Κρεμμύδια, λάδι, αλάτι, μαγειρεμένα στο
τηγάνι. Το τρώγανε, αφού προηγουμένως έριχναν μέσα μπουκιές ψωμί (μουτσάλα). Συνήθως
το δίνανε στις λεχώνες σαν σούπα, γιαυτό και η λέξη λιχωζούμι (το ζουμί της
λεχώνας), αλλά η Στενιώτικη διάλεκτος το (ε)το κάνει( ι) και έτσι από το
κανονικό λεχωζούμι, μας προέκυψε το λιχωζούμι.
Λιώμα:. α) Κάτι που είναι παλιό. (τα παπούτσια μου
έγιναν λιώμα). β) όταν είμαι σωματικά και ψυχικά πολύ κουρασμένος (είμαι
λιώμα). γ) Μετά το αλώνισμα, τον καρπό και το άχυρο μαζί, τα συγκέντρωναν σε
κάποιο σημείο του αλωνιού, μέχρι να έρθει η ώρα του « ανεμίσματος».Το σωρό αυτό
τον έλεγαν λιώμα.
Λόϊδο:. Η τούφα από τα μαλλιά στο μέτωπο.
Λόντζα:. Όταν μουσκευόμαστε από τη βροχή ή τη μπουγάδα,
λέγαμε έγινα λόντζα.
Λόρδα.(η):. Η πείνα. «Τον έκοψε η λόρδα».
Λότσος:. Βαθουλωτό ξύλο, που έβαζαν την τροφή των
γουρουνιών, αλλά και για να πίνουν οι κότες νερό το υπόλοιπο χρονικό διάστημα,
που στο σπίτι δεν «έθρεφαν» γουρούνι για τα Χριστούγεννα.
Λουβιά:. Τα φλούδια από τα όσπρια, φασόλια, ρεβίθια,
φάβα, κουκιά κλπ. και ιδιαίτερα τα φλούδια από τα ξεραμένα στον ήλιο όσπρια.
(Τα άπλωναν στον ήλιο και αφού ξεραίνονταν, ξεχώριζαν τον καρπό από τη
φλούδα).Τις φλούδες (λοβιά), τις πετούσαν, γιατί απ΄ ότι λένε και οι παλιοί,
δεν έκαναν ούτε για ζωοτροφές, ενώ ο καρπός αποθηκευόταν για το χειμώνα.
Λούγκα:. Μεγάλο σπυρί, σε μέγεθος καρυδιού ή και
αυγού κάποιες φορές. Όταν πρωτόβγαινε και αναπτυσσόταν ήταν κόκκινο, σκληρό,
μάζευε πύον και πονούσε. Με τον καιρό κιτρίνιζε και ωρίμαζε, οπότε το τρυπούσαν
με αποστειρωμένη βελόνα (τη θέρμαιναν στη φωτιά) ή με μουρτζά (βλέπε λέξη) και
έβγαζαν το πύον, ώστε σιγά σιγά να εξαφανιστεί. Τις περισσότερες φορές ή λούγκα
άφηνε σημάδι πάνω στο δέρμα.
Λουμίνια:. Οι κάλυκες του άγριου φυτού ανεμοφωλιά,
που χρησιμοποιούνται σαν καντηλήθρες. Τα λέμε και μπουλίμια.
Λούμπα. (η):. Λακκούβα, με θολό και βρόμικο νερό.
Λουμπνάρι:. Το παχουλό παιδί κατά κύριο λόγο, αλλά
και ο ενήλικας και τα ζώα. Οπωσδήποτε όμως η λέξη αυτή λεγόταν γι αυτούς που
είχαν «υγιές»πάχος, ευρωστήλα, από πολύ φαγητό, καθαρό αέρα και υγιεινή
διαβίωση.
Λουμπούτι:. Ειδικό ξύλο, που χτυπούσαν τα καλαμπόκια,
για να ξεχωρίσει ο σπόρος από το μπούρτσι.
Λούπ:. Αυτός που έχει μακριά και αχτένιστα
(ακατάστατα) μαλλιά (είναι σαν λουπ΄).
Λούρα:. Ψιλή βέργα, που χρησιμοποιούσε συνήθως ο
δάσκαλος στο σχολείο για να τις «βρέχει» στους μαθητές για τιμωρία, αλλά είχε
και πολλές άλλες χρήσεις. Ήταν ελαστική και λύγιζε εύκολα χωρίς τον κίνδυνο να
σπάσει. Ήταν από ξύλο μουριάς ή από ξύλο καναπίτσας. Από την καναπίτσα έπαιρναν
και το ξύλο για την κατασκευή ταρπιών, κοφινιών κ.α.
Λούρια:. Τα μικρά σύκα.
Λούρος:. Το σωληνοειδές όργανο που συνδέει το έμβρυο
με τον πλακούντα. Ο ομφάλιος λώρος.
Λούτσα:. Μια κοιλότητα στο έδαφος που λιμνάζουν
(στερνιάζουν) νερά. Μικρός βάλτος, τέλμα. Επίσης τεχνική κοιλότητα με καθαρό
νερό, που οδηγούν οι τσοπαναίοι τα πρόβατά τους για να δροσιστούν. Για τον
άνθρωπο λέμε ότι έγινε λούτσα, όταν βραχεί πάρα πολύ.
Λουτσίζω:. Καταβρέχω κάποιον, τον κάνω μούσκεμα ή
πηγαίνω τα γιδοπρόβατα στη λούτσα για να δροσιστούν.
Λούφα (η):. Φωλιά ζώου, βόλεμα, κοπάνα, και λούφαξα
(σιώπησα, δεν αντιδρώ).
Λύχνος:. Πήλινο ή μεταλλικό φωτιστικό σκεύος, που
φωτίζει με καύση λαδιού ή λίπους το οποίο διαποτίζει το φυτίλι.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου