Το Τριώδιο ανοίγει με την Κυριακή του Τελώνου και
Φαρισαίου, ακολουθεί η Κυριακή του Ασώτου, η Κυριακή της Κρεοφάγου και η
Κυριακή της Τυροφάγου. Ακολουθεί για εφτά εβδομάδες η Σαρακοστή. Η αναφορά σε
αυτές τις ημέρες μπήκε σαν ανεξάρτητο κεφάλαιο από τους μήνες γιατί η Λαμπρή
είναι κινητή γιορτή και εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της
εαρινής ισημερίας. Συνήθως είναι μήνα Απρίλη, ο Φλεβάρης συνήθως περιλαμβάνει
τις Απόκριες και ο Μάρτης πάντα τη Σαρακοστή.
Αποκριές - Έθιμα και τραγούδια
Στη Στενή η αποκριά γιορταζόταν με πολύ φαγοπότι,
πολύ κέφι και πολύ τραγούδι.
Από το πρωί, μικροί μεγάλοι ντύνονταν μασκαράδες,
φορώντας ότι παλιόρουχα είχε ο καθένας. Στο πρόσωπο φόραγαν την μ(ου)τσούνα
(μάσκα). Έπειτα γύριζαν στα σπίτια, πειράζονταν κι έλεγαν ακόμα και «άτσαλα»
τραγούδια, Οι μεγάλοι, όπου πήγαιναν, έπιναν και πείραζαν, αγνώριστοι μέσα στις
αποκριάτικες φορεσιές τους. Αρκετοί φόραγαν τα γκεργκεφίσα την παραδοσιακή
φορεσιά.
Στο τέλος, ήταν υποχρεωμένοι να φανερώσουν την
ταυτότητά τους, γιατί διαφορετικά ήταν προσβολή.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στη Στενή την
γιόρταζαν πάντα με μεγάλη παρέα. Οι γυναίκες μαγείρευαν και κουβαλούσαν το
φαγητό στο σπίτι που θα φιλοξενούσε τις πέντε έξι οικογένειες που είχαν
κανονίσει να αποκρέψουν παρέα. Υπήρχε ποικιλία φαγώσιμων που περιλάμβανε τυριά,
καλαπόδια (τυροπιτάρι) και διάφορες πίτες, όλες φτιαγμένες με τυρί.
Τα περισσότερα τραγούδια που λέγονταν την ημέρα
εκείνη, ήταν τα ίδια με αυτά που τραγουδιόνταν σε όλα τα γλέντια. Φυσικά,
υπήρχαν και τα πιο αθυρόστομα (άτσαλα) - χαρακτηριστικά της Αποκριάς - που
λέγονταν μονάχα την ημέρα εκείνη, ανάμεσά τους και το «Πώς το τρίβουν το
πιπέρι».
Το βράδυ άναβαν φωτιές έξω από τα σπίτια.
Αγαπημένο και πιο τραγουδισμένο το:
Στης ακρίβειας τον καιρό γύρεψα να παντρευτώ
και μου ‘δωσαν μια γυναίκα που ‘τρωγε για πέντε,
δέκα.
Μώρ' γυναίκα, (άντε βρέ) οικονομία φέτο, πό'χωμ'
δυστυχία.
Άντρα μου, θέλω φουστάνι γύρω-γύρω με γαϊτάνι.
Μωρ' γυναίκα, οικονομία φέτο πόχομ' δυστυχία.
Άντρα μου, θέλω παπούτσια πούχουνε ψηλά τακούνια.
Μωρ' γυναίκα, οικονομία φέτο πόχομ' δυστυχία.
Άντρα μου, θέλω καπέλο γύρω-γύρω με το βέλο.
Και σαν παίρνω (άντε βρέ) ένα ξύλο και τη φέρνω ένα
γύρο.
Να γυναίκα τα παπούτσια, πούχουνε ψηλά τακούνια.
Να γυναίκα το καπέλο γύρω-γύρω με το βέλο
Να γυναίκα το φουστάνι γύρω-γύρω με γαϊτάνι.
Όπως και τα:
Μπείτε κορίτσια στο χορό τώρα που ‘χετε καιρό
γιατ' αύριο παντρεύεστε, σπιτονοικοκυρεύεστε.
Δε σας αφήν' η πεθερά να πάτε όπ' είναι η χαρά
Δεν σας αφήν' ο πεθερός να πάτε όπ' είναι ο χορός
Δεν σαν αφήνουν τα παιδιά να πάτε και στην εκκλησιά
Δε σας αφήνει ο άντρας σας, να πάτε στις μανάδες
σας.
Εμείς τα παιδιά τα δέρνουμε, κοντά μας δεν τα
παίρνουμε
τους άνδρες τους μεθύζουμε και τους αποκοιμίζουμε
και την κακιά την πεθερά την βάζουμε στη τζιροστιά
και τον κακό τον πεθερό τον κάνω όπως θέλω ‘γω.
Του στρώνω ‘δω, του στρώνω ‘κει, του στρώνω όξω στην
αυλή,
του βάζω πέντε στρώματα, πέντ', έξι, εφτά παπλώματα,
του βάζω και προσκέφαλο του γαϊδαριού τον κέφαλο.
Τώρα τις Αποκριές θα χορέψουν κι οι γριές,
θα χορέψουν κι οι γριές με τις κόκκινες ποδιές,
θα χορέψουν τα παλ(ι)κάρια με τα κόκκινα ζουνάρια,
θα χορέψουν τα κορίτσια με τα όμορφα σκ'λαρίκια,
θα χορέψουν κι οι κοπέλες με τις κόκκινες κορδέλες,
θα χορέψουν τα παιδιά με τα κόκκινα βρακιά.
(Δήμητρα Μπαρμπούρη)
Βρε παιδιά, καλά παιδιά, μην είδατε την παπαδιά;
ψες την είδαμε στ' αλώνι που έπαιζε με τον Αντώνη.
Βρε παιδιά, καλά παιδιά, μην είδατε την παπαδιά;
ψες την είδαμε στ' αμπέλι, που έπαιζε με το κοπέλι.
Επίσης το διάσημο γαϊτάνι:
Τρεις αδελφούλες ήτανε κι οι τρεις κακογραμμένες
Η μια παίρνει ένα λοχαγό κι άλλη ένα γυφτάκι
Κι η τρίτη η καλύτερη παίρνει ένα γεροντάκι
Στο λοχαγό, σφάζουν αρνιά στο γύφτο, κατσικάκι
Του γέρου του κακόμοιρου του φτιάχνουν, κουρκουτάκι
Γαϊτάνι, γαϊτανάκι με πότισες φαρμάκι
Γαϊτανάκι μου πλεγμένο και χρυσοκεντημένο
Ή το
Μπήκα σε, κι αμάν αμάν
Μπήκα σένα χάλασμα
Κι είδα ένα θάμασμα.
Μια κοιλιά χτυπάει την άλλη
Ποιά να γίνει πιο μεγάλη.
Δεν έλειπαν και τα αυτοσχέδια τραγούδια που σκάρωναν
εκείνη την στιγμή για να πειράξουν κάποιους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η
αφιέρωση σε ένα ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο:
Όλοι οι νιοι παντρεύονται
Κι όλα τα νιάτα χαίρονται
Κι εγώ ο Νάσος ο καημένος
Είμαι παραπονεμένος
Το τραγούδι δεν το έλεγε ο Νάσος βέβαια, αλλά του το
τραγουδούσαν οι υπόλοιποι.
Την Καθαρή Δευτέρα όλοι νήστευαν κι από λάδι ενώ τα
μικρά παιδιά τα φοβέριζαν ότι αν αρτηθούν δεν θα ξαναβρούν φωλιές πουλιών, ένα
από τα πιο αγαπημένα τους παιχνίδια. Εκείνη την ημέρα έφτιαχναν και την
αρμυροκλούρα. Τρείς κοπέλες κουβάλαγαν τα υλικά κατά προτίμηση από σπίτια
πρωτοστέφανων (παντρεμένοι αυτή την χρονιά). Η μία κουβάλαγε τα αλεύρι, η άλλη
το αμίλητο νερό και η άλλη τα αλάτι. Εφτιαχναν μια κουλούρα πολύ αλμυρή και
έπαιρναν από ένα κομμάτι. Στο όνειρό τους το βράδυ αυτός που θα τους πρόσφερε
νερό αυτός θα γινόταν και άνδρας τους.
Είναι η αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Σημαντική
γιορτή για τους Στενιώτες είναι το πρώτο Ψυχοσάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής
γιατί γιόρταζε το κοιμητήριο του χωριού οι Άγιοι Θεόδωροι. Έβραζαν ρεβίθια,
κουκιά, έφτιαχναν σιτάρι και το πήγαιναν στην εκκλησία. Αυτό «του στάρ' τ'
Αιθόδωρ» είχε μεγάλη μαντική αξία.
Οι ανύπαντρες έπαιρναν λίγο στάρι το έβαζαν κάτω από
το μαξιλάρι τους και έβλεπαν ποιόν θα παντρευτούν.
Μύθοι και ιστορίες έχουν διασωθεί πολλοί στην
παράδοση του χωριού γι' αυτό το εκκλησάκι. Χτισμένο κάτω από τον Μεγάλο Βράχο
κινδύνευσε να καταστραφεί κάποτε όταν αποκολλήθηκε ένας μικρότερος βράχος και
είχε πορεία ακριβώς στην εκκλησία. Τότε κάποιοι διηγούνται ότι είδαν τον Άγιο
να σταματάει τον βράχο με το κοντάρι του.
Του ψχοκέρ
Για τα Ψυχοσάββατα
Ιδώ ήταν η ανέμ' στ΄μές ήταν η φουτιά μ'ένα τσουκάλ
πούχι μέσα του κιρι, η μια γυναίκα κρατγι τ' δχάλα πάνου από' του κηρί, για να
κλουμπάει η κλουστή στου κιρί, άλλ' μια γναίκα κράταε τ' σίτα και πέρναε τ'
κιρωμέν κλουστή. Μετραγι δυο οριές του μάκρους κι όσις ψχές είχι τόσις κλωστέ
έβαζ'. Τόκαν κβάρ.
Του Λαζάρου
Προς τιμήν του αναστημένου Λαζάρου, τα κορίτσια
γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας το «Λάζαρο» κι οι νοικοκυράδες τους
δίνουν αυγά. Η κοριτσίστικη παρέα είχε μαζί της και ένα αγόρι σαν Λάζαρο.
Την ημέρα την Τετάρτη
Κίνησε ο Χριστός, για νάρθει
Τότε η Μάρθα κι η Μαρία
Τότε κι όλη η Βηθανία.
Πες μας Λάζαρε τι είδες
Εις τον Άδη που επήγες
Είδα φόβους, είδα τρόμους
Είδα βάσανα και πόνους
Δώστε μου λίγο νεράκι
Να ξεπλύνω, το φαρμάκι
καρδιάς μου, των χειλέων
Και μη με ρωτάτε πλέον.
Ή
Δυο ημέρες τον φυλούσαν
κι άλλη μια τον προσκυνούσαν
την ημέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για νάρθει
και εβγήκε η Μαρία
έξω από τη Βηθανία
-Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου
δε θα πέθαιν' ο αδερφός μου
-Άντε, πίστευε Μαρία
κι έλα πάμε στα μνημεία
Εκεί ο Χριστός δακρύζει
φίλε αγαπητέ μου
τότε ο Λάζαρος σηκώθει
αναντρώθει, ‘πολυτρώθει
Λάζαρος λαζαρωμένος
και με το κερί ζωμένος
-Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες
-Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον
(Γεωργία Παλαιολόγου)
Η κουφή εβδομάδα τελειώνει με τη Κυριακή των Βαΐων.
Οι πρωτοστέφανοι, δηλαδή, όσοι είχαν παντρευτεί εκείνη τη χρονιά, αναλαμβάνουν
να κουβαλήσουν τα Βάγια στην εκκλησία. Τα βάγια συνήθως τα έφερναν από περιοχή
κοντά στον Άγιο Δημήτρη οι κατωχωρίτες ενώ οι πανωχωρίτες από τις Μαράτζανες.
Μετά την εκκλησία ακολουθούσαν τα βαγιοκτυπήματα,
ελαφρά χτυπήματα με τα βάγια λέγοντας: «Βάγια, βάγια του Βαγιού ως την άλλη
Κυριακή που θα ψήσουμε τ' αρνί».
Ή
Ήρθ' ο Λάζαρος, ήρθανε τα Βάϊα
Ήρθε η Κυριακή όπου τρών' τα ψάρια
Και την άλλη Κυριακή
Τρώνε το ψητό αρνί
Και την άλλη Κυριακή
Τρών το ψητό αρνί.
Οι νοικοκυρές μπαίνοντας στο σπίτι κρέμαγαν τα βάγια
στο εικονοστάσι του σπιτιού και χρησιμοποιούσαν σε κάποια φαγητά τους όλο το
χρόνο από ένα φύλλο δάφνης.
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Ακολουθεί η Μεγάλη Βδομάδα. «Μεγάλη μαγαρωσιά»
θεωρούσαν οι γυναίκες του σπιτιού αν αρτηνόταν κάποιος μέσα στο σπίτι αυτή την
εβδομάδα. Τα παιδιά έλεγαν το ποίημα:
Μεγάλη Δευτέρα, ο Χριστός με τη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφτη
Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη
Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη
Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί
Μεγάλο Σάββατο, ο Χριστός στον τάφο
Κυριακή, Χριστός Ανέστη
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Είναι η ημέρα που οι νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά και
έφτιαχναν τα τσουρέκια. Ένα από αυτά τα αυγά έβαζαν στην τσέπη το πήγαιναν στην
εκκλησία και γυρίζοντας το έβαζαν στο εικονοστάσι και απ' ότι έλεγαν αυτό το
αυγό δεν χάλαγε όλο το χρόνο.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Τη Μεγάλη Παρασκευή στόλιζαν τον Επιτάφιο με τις
μουτζούρες, φυτό με λουλούδια σαν άσπρα μικρά τριανταφυλλάκια που υπάρχει σε
μεγάλη αφθονία στην ομώνυμη τοποθεσία στο δάσος. Επίσης ρείκια που ανθίζουν
αυτή την εποχή, και κρινάκια. Κάθε εργασία απαγορευόταν εκείνη την ημέρα. Οι
σιδεράδες γύριζαν ανάποδα το αμόνι μιας και αυτό είχε χρησιμοποιηθεί για να
φτιαχτούν τα καρφιά που σταύρωσαν το Χριστό.
Το τραγούδι των Παθών του Χριστού που έλεγαν εκείνη
την ημέρα είναι το χαρακτηριστικό που τραγουδιέται και στην υπόλοιπη Ελλάδα με
κάποιες μικροδιαφορές.
Το μοιρολόι της Παναγιάς
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρεις καταραμένοι.
Ο κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
- Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι
μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στου χαλκιά τον πάνε
κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάει.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ' ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους
της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ' αργυροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ-Γιάννη.
- Αφέντ', Αγιάννη, Πρόδρομε, και βαπτιστά του γιου
μου
Μήν' είδες τον γιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
- Δεν έχω στόμα να Σου πω, γλώσσα να Σου μιλήσω
δεν έχω χεροπάλαμο για να σου τον(ε) δείξω
βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι
εκείνος είν' ο Γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόν(ε) ρωτάει:
Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε, μάνα μ', στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά να την(ε) λάβουν κι άλλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ' ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν' ο Θιος, σημαίν' η γη, σημαίνουν τα
επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Σουλτάνα Σιμιτζή, Δέσποινα Σπύρου
(Από τη συλλογή της Ελένης Λάμπρου, Τραγούδια της
Στενής Εύβοιας)
Το βράδυ τον Επιτάφιο τον κουβαλούσαν οι ελεύθεροι,
οι υποψήφιοι γαμπροί. Τη σημερινή εποχή αυτοί που φεύγουν για φαντάροι. Υπήρξαν
μάλιστα και αψιμαχίες για το ποιοι θα κουβαλήσουν τον Επιτάφιο, γιατί πάντα
υπήρχε μεγάλη προσφορά. Όλος ο κόσμος παρακολουθεί την περιφορά σιωπηλά, όσες
γυναίκες είναι στα σπίτια βγαίνουν έξω με τα λιβανιστήρια, στα σταυροδρόμια η
πομπή σταματάει..
Το Σάββατο το πρωί οι νοικοκυραίοι σφάζουν το αρνί.
Οι νοικοκυρές κάνουν την τελευταία καθαριότητα πήζουν το γιαούρτι, και βάφουν
τα αυγά όσες δεν τα έβαψαν Μεγάλη Πέμπτη. Παλιός τρόπος βαψίματος είναι αυτός
με τα κρεμμύδια. Σήμερα ελάχιστες είναι οι νοικοκυρές που βάφουν τα αυγά με
αυτό τον τρόπο. Πολλοί είναι αυτοί και ειδικά οι τσοπαναραίοι που πίστευαν ότι
εφόσον δεν είχε γεννηθεί ο Χριστός δεν έπρεπε να σφάξουν και να χύσουν αίμα.
Έτσι το πρωί έσφαζαν και σούβλιζαν αμέσως.
Η ΛΑΜΠΡΗ
Το βράδυ βρίσκονταν όλοι στην εκκλησία για την
Ανάσταση. Τα παιδιά με βαρελότα και άλλα βεγγαλικά κλείνουν την τελετή. Μετά
την εκκλησία γαρδούμπες ή μαγειρίτσα. Η μαγειρίτσα της περιοχής έχει το
χαρακτηριστικό ότι βάζουν στην κατσαρόλα όλα τα εντόσθια.
Την Λαμπρή την γιόρταζαν και την γιορτάζουν όλοι με
παρέα. Οι νοικοκυραίοι ξυπνούσαν πολύ πρωί για να ανάψουν τη φωτιά. Μεγάλες
παρέες σχεδόν όλη η γειτονιά μαζεύονταν, έψηναν όλοι μαζί και έψελναν το
Χριστός Ανέστη. Στη συνέχεια έβγαζαν τους μεζέδες και το κρασί έξω και
κερνούσαν τους επισκέπτες. Μόλις τέλειωνε το ψήσιμο έπαιρνε ο καθένας το αρνί
του και πήγαινε σπίτι του.
Τα πιο επίσημα ρούχα φορούσαν στην Αγάπη και μετά
την απογευματινή λειτουργία ακολουθούσε γενικός χορός στην πλατεία.
Βέβαια δεν ήταν για όλους έτσι. Έτσι είναι τα
τελευταία χρόνια. Υπήρξαν και χρονιές πολύ δύσκολες. Μέσα σε ένα ταψί ένα
κομμάτι κρέας μαζί με λίγη μανέστρα κι αυτή μεταγενέστερα ήταν το πιο λαμπρό
φαγητό της χροιάς. Ακόμα και αρκετοί τσοπάνηδες, πόσο μάλλον κάποιοι άλλοι,
προκειμένου να τα βγάλουν πέρα πούλαγαν όλα τα αρνιά, και για την οικογένειά
τους κράταγαν μόνο τα έντερα ή ένα αρνίσιο μόνο πόδι. Το Λαμπριάτικο τραπέζι
για κάποιους ήταν τα έντερα τηγανισμένα μαζί με αυγά. Αρκετοί σε μεγάλη ηλικία
δεν θυμόνται να είχαν ψήσει ποτέ αρνί παρά τα τελευταία είκοσι - τριάντα
χρόνια.
Εκείνη την ημέρα όμως δεν ξέχναγαν και τους νεκρούς.
Μετά την εκκλησία επισκέπτονταν το κοιμητήριο και άφηνα αυγά κουλούρια.
Το απόγευμα όλοι φόραγαν τα καλυτέρα τους ρούχα για
να πάνε στον Καλολόγο(Αγάπη). Ακολουθούσε η περιφορά της εικόνας στις στράτες
του χωριού και το βράδυ χορός στην πλατεία.
ΑΝΑΣΤΑΣΑ
Στους γάμους της Στενής φτάνοντας η νύφη στο σπίτι
του γαμπρού πέταγε κομμάτια από την κουλούρα του γάμου. Κεντητή κουλούρα με
ωραία σχέδια από λουλούδια, πουλιά κι ότι άλλο ωραίο μπορούσαν να σκεφθούν οι
κεντήστρες της εποχής.
Όποιος έπιανε ένα τέτοιο κομμάτι το φύλαγε μέσα στο
παράκλι, το ειδικό συρτάρι του μπαούλου. Όπως έλεγαν αυτό το ψωμί δεν χάλαγε
ποτέ. Ο νοικοκύρης το έβγαζε μόνο για να το πάρει μαζί του και να του φέρει
τύχη όταν πήγαινε να κλείσει σημαντικές δουλειές. Επίσης ήταν το καλύτερο
στολίδι που μπορούσε να βάλει στο άλογό του. Αυτό το στολίδι λοιπόν έβγαζε
ανήμερα της Αναστασάς και το έβαζε στα χάμουρα του ζώου, όπως επίσης και όλα τα
στολίδια που του είχε. Τα καλύτερα κεντημένα σεντόνια ή κουβέρτες τα έβαζαν στο
σαμάρι του ζώου, το ριχτάρι. Τα φαγητά έμπαιναν στα καλύτερα κεντημένα ταγάρια.
Από την Πέμπτη το βράδυ, η νοικοκυρά του σπιτιού
είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες. Ξανάβαψε αυγά, ετοίμασε τα φαγητά, είχε
βγάλει στην άκρη τα καλύτερα ρούχα για να τα φορέσουν την άλλη μέρα πρωί πρωί.
Την φουστανέλα για τον άνδρα της και τα παιδιά της και τις μαύρες επίσημες
σεγκούνες για αυτήν και τις κόρες της. Τελευταία φορά που τα είχαν βάλει ήταν
στον Καλολόγο (Αγάπη) το απόγευμα του Πάσχα.
Ατέλειωτη η σειρά του κόσμου πάνω στα υποζύγια που
πήγαιναν κατά τον Πύργο. Οι Στενιώτες και οι Καμπιώτες ήταν σχεδόν όλοι εκεί.
Πρωί πρωί παρακολουθούσαν την Θεία Λειτουργία, οι περισσότεροι έξω γιατί η
μικρή εκκλησία δεν τους χώραγε. Μετά το τέλος της λειτουργίας συναντούσαν
γνωστούς φίλους και συγγενείς από τα γύρω χωριά. Από πολύ παλιά το πανηγύρι
συγκέντρωνε κόσμο από το Μίστρο, το Μαυρόπουλο, τον Πούρνο, τον Θεολόγο,
τους Βούνους, τις Γίδες.
Οι γυναίκες όπως και σήμερα έστρωναν καταγής και
έβγαζαν τα φαγητά. Ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι έως το απόγευμα. Αρκετές
ορχήστρες από τα γύρω χωριά έδιναν το παρόν κάθε χρόνο.
Το απόγευμα αφού τέλειωνε το γλέντι έπαιρναν το
δρόμο του γυρισμού. Οι οικογενειάρχες με το μουλάρι τους ή το γαϊδουράκι τους,
έβαζαν και τα παιδιά στα καπούλια και γύριζαν πίσω με την ησυχία τους. Οι
ελεύθεροι καβάλαγαν το άλογο τους και φρόντιζαν να κάνουν την επιστροφή τους
στο χωριό εντυπωσιακή. Όλοι όσοι είχαν μείνει πίσω, τους περίμεναν στη
Βρυσίτσα.
Ακόμα και σημερινοί 65αρηδες θυμούνται ακόμα την
επιστροφή των καβαλαρέων στο χωριό. Όπως μας είπαν περίμεναν στις πεζούλες στη
Βρυσίτσα. Οι καβαλάρηδες έμπαιναν καλπάζοντας στο χωριό και ο κόσμος
επευφημούσε το καλύτερα στολισμένο άλογο.
Η παράδοση συνεχίζεται έως σήμερα. Η Αναστασά είναι
ένα από τα μεγαλύτερα Διαδιρφυακά πανηγύρι.
Γιάννης Μητάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου