Ζα (τα):. Τα ζώα που χρησιμοποιούσαμε για τις γεωργικές
εργασίες (μουλάρια,
γαϊδούρια, βόδια κλπ.). Τα λέγανε και «ζωντανά».
Ζαβλάκωμα:. Αποχαύνωση, αποβλάκωμα, κατάπτωση. Και ζαβλακωμένος,
ο αποβλακωμένος, ο αποχαυνωμένος, ο ψυχικά και πνευματικά καταπονημένος. (Είναι
ζαβλακωμένος από το πολύ διάβασμα).
Ζαβός-ο:. Για ανθρώπους λέμε τον ιδιότροπο, τον παράξενο, το δύστροπο κλπ. Για πράγματα, το στραβό, το κυρτό. Και για τοποθεσίες, το ανώμαλο,
το δυσπρόσιτο, το κακοτράχαλο μέρος.
Ζαγάρι:. Βρισιά για άνθρωπο αγροίκο, τιποτένιο, ευτελή.
Πολλοί αποκαλούσαν και τα κυνηγετικά σκυλιά.
Ζάκατα:. Αυτός που έχει πρόβλημα με το πόδι του και όταν
περπατάει το
κορμί του κινείται δεξιά και αριστερά. Αυτή την κίνηση τη λέμε «Ζάκατα». (Πώς
τα κατάφερε και ανέβηκε την ανηφόρα ζάκατα;).
Ζακόνι:. Έθιμο, συνήθεια. (Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε
μαχαλάς και
τάξη).
Ζαλίκι:. Φορτίο από ξύλα που μεταφέρεται στην πλάτη ή το
σκοινί με
το
οποίο δένεται το φορτίο στην πλάτη. Επίσης φορτίο ηθικό ή οικονομικό (έχω
μεγάλο ζαλίκι). Και ζαλικωμένος, ο φορτωμένος. Στην κυριολεξία, με τη λέξη
ζαλίκωμα, εννοούσαν το μεγάλο φορτίο που κάποιος άνθρωπος ήταν υποχρεωμένος να
κουβαλήσει στην πλάτη του.
Ζαμάνι:. Μεγάλη χρονική διάρκεια, (χρόνια και ζαμάνια έχουμε
να σε
δούμε).
Ζαμπλάρωμα-ζαμπλαρώθηκα:. Όταν φορτώνομαι με διάφορα
και πολλά πράγματα, χωρίς να τα τοποθετώ με τάξη στον ώμο μου, έτσι που δείχνουν
να είναι περισσότερα σε όγκο και κουράζομαι πολύ. Το ίδιο συμβαίνει αν με τον
ίδιο τρόπο φορτώσουμε ένα ζώο. (Πώς το ζαμπλάρωσες έτσι το γαϊδούρι;).
Ζάφτι:. Όταν μπορώ να επιβληθώ σε κάποιον, να τον νικήσω
στο πάλεμα, να τον δαμάσω ή να του επιβληθώ σε κάτι, (τον έκανες ζάφτι) ή (τον έκανα
ζάφτι). (Προσπάθησα, αλλά δεν τον έκανα ζάφτι) δεν τα κατάφερα.
Ζβάρνα:. Πάνω σε δύο παράλληλα ξύλα, μήκους ενός μέτρου περίπου
και σε απόσταση πάλι ενός μέτρου το ένα απ΄ το άλλο, κάρφωναν άλλα
ξύλα, έτσι που διαμορφωνόταν ένα μικρό τετράγωνο διαστάσεων (1χ1
μέτρα περίπου). Τη δένουν πίσω από τα ζώα, πατούσαν επάνω και παράλληλα,
καθοδηγώντας το ζώο, «περιδιάβαιναν» το μόλις οργωμένο χωράφι,
από την μια άκρη μέχρι την άλλη, για να σκορπίζουν οι σβόλοι, να
ισωματίζεται το χωράφι και να πιέζεται λίγο το χώμα, για να κρατάει υγρασία
μετά το πότισμα. Συνήθως το σβάρνισμα γινόταν σε χωράφια που επρόκειτο να
καλλιεργήσουν καλαμπόκι, αλλά και για άλλους καρπούς.
Ζβαρνάω:. Όταν τραβάω κάτι, είτε δεμένο με σκοινί, είτε με τα
χέρια,
άνθρωπο,
ζώο ή πράγμα, κρατώντας τον από χέρι, πόδι ή μαλλιά, χωρίς τη
θέλησή του και με τέτοιο τρόπο, ώστε να σέρνεται στο έδαφος. (Πιάστηκαν στα
χέρια, τον έριξε κάτω και τον σβάρναγε για πενήντα μέτρα περίπου στο χώμα), (αν
είναι βαριό το σακί και δεν το σηκώνεις, πιάστο και ζβάρνιξέ το μέχρι εδώ).
Ζβόλος:. Κομμάτι από σκληρό χώμα.
Ζγάκιασμα:. Όταν το κορμί του ανθρώπου διπλωνόταν από υπερβολικό
βάρος στην πλάτη, αλλά και από πίεση άλλου ανθρώπου, (σγακιάστηκα από την
φορτωμή), (μην πέφτεις πάνω μου, με ζγάκιασες).
Ζγάντζος:. Το στραβό, κοντό, μπερδεμένο ξύλο της αγριελιάς.
Και μεταφορικά, ο κοντόχοντρος και κακοφτιαγμένος άνθρωπος.
Ζγάρλισμα:. Το σκάψιμο της κότας στο χώμα, για ανεύρεση σκουληκιών.
Και ζγαρλάω ή ζγαρλίζω, όταν σκάβω με τα χέρια ή όταν σκάβω με τσάπα ή μικρό
τσαπάκι στο χώμα, πολύ επιφανειακά.
Ζγαρουνάκια:. Μικρά πλεκτά παπουτσάκια για το σπίτι, συνήθως για
μικρά παιδιά.
Ζγατζούδι ή κόπτσα:. Μια αγκράφα, με πέντε αλυσίδες, που κουμπώνουν
εμπρός στο κέντρο του στήθους. Οι αλυσίδες φτάνουν και κλειδώνουν στο πλάι ή
πίσω.
Ζεβζέκης:. Ο απείθαρχος, ο ιδιότροπος, ο ξεροκέφαλος.
Ζεματάω:. Έχω πολύ μεγάλη θερμοκρασία (καίω). Ρίχνω διάφορα
πράγματα σε καυτό νερό για να τα βράσω ή να τα απολυμάνω.
Ζερέλιο:. Όταν γίνομαι μούσκεμα από τη βροχή ή μουσκεύομαι
για
οποιοδήποτε
άλλο λόγο. (Με βρήκε στο δρόμο η βροχή και γίνηκα ζερέλιο).
Ζευγάρι:. Έκταση που μπορεί κάποιος να οργώσει μ΄ ένα ζευγάρι
βόδια.
Ζευγολάτης:. Ο ζευγάς, αυτός που οδηγεί το ζευγάρι, τα ζώα με το
αλέτρι στο όργωμα, αλλά κατ επέκταση και όλοι οι γεωργοί αποκαλούνται
ζευγολάτες.
Ζεύλα:. Το γυριστό ξύλο σε σχήμα «υ» που συνδέεται με το
ζυγό και περιβάλλει τον τράχηλο του ζώου.
Ζέχνω:. Βρωμάω, μυρίζω άσχημα. (βρωμάω και ζέχνω ή ζένω).
(Πόσο καιρό
έχεις να πλυθείς; Βρωμάς και ζέχνεις).
Ζιψά, (ζεψιά):. Όταν κάποιος γεωργός δεν είχε ζώα για να κάνει ζευγάρι
(να οργώσει), κατέφευγε σε άλλον που είχε. Αυτός πήγαινε και του όργωνε
το χωράφι έναντι αμοιβής ή έναντι προσφοράς εργασίας, που σημαίνει πως κι αυτός
θα τον βοηθούσε στις δικές του εργασίες. Συνήθως μία
ζεψιά (ζιψά), ισοδυναμούσε με τρία μεροκάματα που θα πρόσφερε ό άλλος
δωρεάν σ΄ αυτόν που του είχε κάνει τη ζιψά.
Ζλίτσα:. Ποικιλία σιταριού που εφύετο σε μεγάλο υψόμετρο.
Ζντράφτος:. Το συνδαύλιστρο με το οποίο «συμπάγαμε» τη φωτιά
στο τζάκι.
Ζοργιός ή ζουριό:. Το μεγάλο ξύλινο βαρέλι, που στο πάνω μέρος ήταν φαρδύ
και όσο κατέβαινε γινόταν στενό. Το χρησιμοποιούσαν για να περνά το νερό από
τον κάναλο στο νερόμυλο και να πέφτει με πίεση, για να δίνει κίνηση στο μύλο.
Ζορμπαλίκι:. Αυθαιρεσία, βιαιότητα, σατραπισμός.
Ζουλάπι (ζλάπ):. Αγρίμι, ζώο. Μεταφορικά για τον άνθρωπο, ηλίθιος,
βλάκας,
αγαθός. (Βρε εμένα εσείς θα με γελάσετε, ζουλάπια;).
Ζούμπερο:. Έντομο, ζωύφιο, μικρό ζώο. Άνθρωπος καχεκτικός,
άσχημος.
Ζουτλιάρης:. Ο ζήτουλας, ο ζητιάνος, ο φτωχός, ο παρακατιανός.
Ζυγαριά (του μπακάλη):. Αποτελείται από μεταλλική ράβδο, που στη
μέση
της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμη τριγωνικά πρίσματα,
βρίσκονται στις άκρες, που από πάνω τους είναι δύο μεταλλικοί δίσκοι. Στον ένα
δίσκο τοποθετούμε το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά (ζύγια).
Ζυγός:. Σ΄αυτόν ζεύονταν τα ζώα που έσερναν το αλέτρι. Αν
το ζώο είναι ένα, το ζυγό τον αντικαθιστά η λαιμαργιά.
Ζυγούρι:. Το αρνί που είναι δύο ετών.
Γιάννης
Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου