Ήταν ένας βασιλιάς κι έχτισε μια εκκλησία. Τούτος
είχε πολλά παιδιά – είχαν πολλά παιδιά τότε, ακόμα και τώρα μερικές κάνουν τόσα
– κι ένα παιδί καταμικρό.
Τους λέει λοιπόν ο βασιλιάς. «Πηγαίντε εσείς», λέει,
«ποιος θα φέρει το κατακαλό δώρο να κρεμάσω στην εκκλησία». Έφυγαν τα παιδιά
και πήγαιναν να φέρουν δώρο του πατέρα τους. Αλλά ο ένας, ο καταμικρός, πήγαινε
σε μια που ήταν μάγισσα, νεράιδα. «Τι θες να σου κάνω;» λέει αυτή. «Να μου
δώσεις το κατά καλό δώρο να το πάω του βασιλιά». Του δίνει, αυτή, ένα αηδόνι
που κελαηδούσε και σου ’κανε ό,τι ήθελες. Ας πούμε, του δινες μύδγαλο και του
’λεγες, κι αυτό κελαηδούσε και το έκανε χρυσή κορδελίτσα. Κι αυτό – γιατί να
ήταν το κατακαλό δώρο, – δεν τον θέλαν τα αδέρφια του. Αυτό κελαηδούσε κι ότι έλεγε
γινόταν, ενώ αυτοί δεν ήξεραν τι να του πάνε του βασιλιά.
Κι επειδής πήγαινε το πιο καλό, δεν τον θέλαν τα
παιδιά, τον ζηλεύανε. Και τον πιάσανε, πήγαν σ’ ένα μέρος εκεί σ’ ένα πηγάδι
και λέει, «να κατεβούμε να πιούμε νερό με τη σειρά». Κατεβαίνει ο ένας, τον
βγάλανε. Κατεβαίνει ο άλλος, τον βγάλανε. Κατεβαίνει κι ο μικρός και πάει, τον
αφήσανε εκεί. Και πήραν το δώρο και το πήγαν στο βασιλιά, στον πατέρα τους.
Αλλά αυτό το πουλί που είχαν για να κελαηδάει δε μίλαγε καθόλου στους αλλουνούς.
Το παιδί από το πηγάδι φώναζε. Πήγε ένας τσοπάνος
από πάνω και άκουσε το παιδί που φώναζε «βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια!». «Τι θες,
βρε παιδί μου;» λέει ο τσοπάνος. Λέει, «βγάνε με από δω, με έχουν ρίξει τ’
αδέρφια μου». «Δε σε βγάζω», λέει ο βοσκός, «γιατί θα με φας».
Νόμιζε ότι ήταν τέρας μέσα στο πηγάδι. «Βγάνε με, δε
θα σε φάω». Τον βγάζει ο τσοπάνος, του λέει, «τι θα μου δώσεις;». «Θα σου δώσω
τα ρούχα τα βασιλικά κι εσύ να μου δώσεις τα κουρέλια». Πήρε λοιπόν τα ρούχα, ο
βοσκός κι εκείνος έβαλε τα κουρέλια. Όταν πήγε εκεί στην εκκλησία που τα είχαν
κρεμάσει όλα τα δώρα και τον είδε το πουλί, τ’ αηδόνι κελαηδούσε «Κλι, κλι, κλι – κλι, κλι, κλι». Τ’ αδέρφια
του θύμωσαν. «Πιάστε αυτόν τον παλιόγυφτο», λένε, «και πετάχτε τον έξω, που γι’
αυτόν κελαηδάει και για μας τίποτα. Τον πιάνουν, να τον πετάξουν έξω, αλλά τον
γνώρισε ο πατέρας του και τον πήρε πίσω.
Διήγηση Μαρία Ντούρμα-Μητάκη
➖ーーーーーーーーーーーーーーーーーーーー
Αηδόνι – Το παραμύθι του ήρωα
Αηδόνι – Το παραμύθι του ήρωα
Το πρώτο παραμύθι αυτής της συλλογής, Το Αηδόνι, αναφέρεται
στην αποστολή του στερεότυπο «κατάκαλου» ήρωα, από την οποία εξαρτάται η
μελλοντική του αποκατάσταση. Ο κύριος χαρακτήρας συνήθως έχει σπάνια χαρίσματα,
τα οποία απαραίτητα λείπουν από τους ανταγωνιστές του. Από την αρχή της
διήγησης γίνεται ξεκάθαρο ότι ο ήρωας υπερέχει, εφ’ όσον γίνεται συγκεκριμένη αναφορά
σ’ εκείνον: «είχε πολλά παιδιά κι ένα παιδί καταμικρό.»
Παρόμοιο μοτίβο σύστασης του ήρωα συναντάται και σε
δημοτικά ποιήματα, όπως στο Μικρό Βλαχόπουλο: «Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο
Αλέξης ο αντρειωμένος Και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης…» Είναι φανερό
ότι οι πληροφορίες που δίνονται για κάθε χαρακτήρα και στις δύο περιπτώσεις
είναι ποσοτικά δυσανάλογες. Η μοναδικότητα του ήρωα δεν επισημαίνεται άμεσα,
αλλά μέσα από τον περιττό χώρο που αφιερώνεται για να γνωστοποιηθεί η ύπαρξή
του. Στην περίπτωση του δημοτικού, οι φιγούρες του Κωνσταντίνου και του Αλέξη
χωρούν μαζί σε ένα στίχο, ενώ το μικρό Βλαχόπουλο απολαμβάνει την
αποκλειστικότητα του στίχου του, μαζί με την άμεση συμπάθεια του αναγνώστη. Με
τον ίδιο καλλιτεχνικό τρόπο συστήνεται και ο ήρωας του παραμυθιού, για τον
οποίον μας δίνονται δύο σημαντικά εναύσματα προσοχής:
Πρώτον, υπάρχει ένα παιδί που δεν αρκεί να αναφερθεί
ως ένα από τα πολλά παιδιά του βασιλιά. Δεύτερον, το παιδί είναι «καταμικρό»,
χαρακτηρισμός που εξάπτει συναισθήματα τρυφερότητας στον ακροατή. Επιπλέον,
στην ορολογία των παραμυθιών, είναι κοινώς αποδεκτό ότι το στερνοπαίδι – είτε
αρσενικό είτε θηλυκό – συγκεντρώνει τις αρετές που λείπουν από τα υπόλοιπα
αδέρφια, και μάλιστα σε βάρος του, εφ’ όσον εξαιτίας τους υφίσταται τον φθόνο
και πολλές φορές την κακομεταχείριση των άλλων. Επομένως, στην λιτή αφήγηση του
παραμυθιού, η αμυδρά χρονοβόρα αναφορά που ίσως με την πρώτη ματιά θεωρείται ως
αφελώς πλεονάζουσα, είναι στρατηγικά τοποθετημένη προς προσανατολισμό του
κοινού.
Πέρα από τα δομικά γνωρίσματα, Το Αηδόνι παρουσιάζει
ένα είδος κατάρτισης που δεν πηγάζει από σχολική εκπαίδευση, αλλά προφανώς από
μια μακρά προφορική παράδοση – ίσως πολύ μακρότερη απ’ όσο φανταζόμαστε.
Αξιοσημείωτη είναι η ομοιότητα του παραμυθιού με τη βιβλική ιστορία του Ιωσήφ,
αγαπημένο στερνοπαίδι του πατέρα του, τον οποίο οι φθονεροί αδερφοί του έριξαν
σε πηγάδι για να πατάξουν την εύνοια αυτή. Εδώ θα ήθελα να σημειώσω το
αποτέλεσμα ενός αυτοσχέδιου πειράματος, τη διήγηση του παραμυθιού σε μία κυρία
από άλλο χωριό, που τώρα είναι 74 χρόνων. Όταν αναφέρθηκε η εξαπάτηση του
μικρού αδερφού και η πτώση του στο πηγάδι, έγινε το εξής σχόλιο: «Τα αδέρφια να
σκοτώσουν τον αδερφό! Είδες; Έτσι ’κάναν εκείνα τα χρόνια». Το παραμύθι δεν
αναφέρεται άμεσα σε συγκεκριμένα χρονικά. Όμως η αναφορά στον αδικημένο αδερφό,
άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή, για βαρβαρότητες που ήταν όμως αληθινές και μάλιστα
όχι μόνο κατά αημνήστους χρόνους. Όταν η ακροατής λέει «εκείνα τα χρόνια», δεν
αναφέρεται στον φανταστικό χρόνο του παραμυθιού, αλλά σε χρόνια που και η ίδια
θυμάται κι έχει ζήσει.
Διακρίνουμε, λοιπόν, ένα στοιχείο που ενσταλαγμένο
σε παραμυθικά μοτίβα, αποτελεί μια κοινώς αποδεκτή πραγματικότητα, και μάλιστα
σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Πέρα από τις βιβλικούς παραλληλισμούς, υπάρχουν
διακριτικά που παραπέμπουν σε πιο σύγχρονες λαϊκές πεποιθήσεις. Αναφέρομαι στο
πηγάδι και συγκεκριμένα το νερό, σε συνάρτηση με το φόβο του τσοπάνου να
βγάλει έξω το παιδί, γιατί τον περνάει για τέρας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα
παγανά και τα ξωτικά πιστευόταν ότι εδρεύουν σε περιοχές που υπάρχει
νερό, εξ’ ου και κοντά στους μύλους. Το νερό θεωρείται φορέας μεταμόρφωσης κι
εξαγνισμού, πράγμα που συναντάται ακόμα σε χριστιανικές δοξασίες, όπως η βάφτιση.
Αν λάβουμε υπ’ όψη μια πιο επιστημονική ερμηνεία, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το
νερό είναι ένας αρχέγονος συμβολισμός, ενσταλαγμένος στο υποσυνείδητο, ή στο
συλλογικό ασυνείδητο αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την επιστημονική
ορολογία του Γιούνγκ. Επίσης, θα ήταν ενδιαφέρον να αναλογιστούμε εικονικά την
σύντομη παραμονή του ήρωα μέσα στο πηγάδι. Ο αφελής μικρός αδερφός βρίσκεται
μέσα σε ένα σκοτεινό, υγρό τούνελ, ενώ ψηλά πάνω από το κεφάλι του βρίσκεται η
μόνη πηγή φωτός και η μοναδική διέξοδός του στη ζωή. Η ομοιότητα του πηγαδιού
με τη μήτρα, είτε λογοτεχνικά είτε παραστατικά, είναι έντονη. Το γεγονός ότι ο
ήρωας βγαίνει από το πηγάδι ωριμότερος και σοφότερος ενισχύει την εικόνα της
γέννησης – ή έστω της αναγέννησης. Σε αυτό το σημείο θα τολμούσα να επιχειρήσω
έναν παραλληλισμό του μικρού αδερφού με τον πολύτροπο Οδυσσέα. Ο ήρωας του
Ομηρικού έπους, όπως και ο μικρός αδερφός του παραμυθιού, βιώνει μια σύντομη
εμπειρία θανάτου με τη μεταφορά του – μέσω νερού – στον κόσμο των ψυχών. Ο Οδυσσέας μετά από το
ταξίδι του στον άλλον κόσμο, επιστρέφει στη ζωή καλά πληροφορημένος και
σοφότερος από πριν.
Ομοιότητες φέρει και η επαναφορά τους στην εξουσία.
Ένα στοιχείο είναι η μεταμφίεσή τους σε φτωχό και το σύντομο θέατρο στους
γνωστούς, μέχρι να γίνει η αναγνώριση – σκηνή που συναντάται και στη δημοτική
ποίηση («’Γω είμαι, κυρά, ο άντρας σου, εγώ και ο καλός σου»). Δεύτερο, είναι η
πρώτη αναγνώριση από το πιστό ζώο, στην Οδύσσεια ο γέρικος Άργος, κι εδώ το
αηδόνι που για πρώτη φορά κελαηδεί μετά τη μεταφορά του στην εκκλησία. Τέλος,
παρατηρείται η δοκιμασία του ήρωα για να πιστοποιηθεί η ταυτότητά του· στην
περίπτωση του Οδυσσέα δοκιμάζεται η δεξιότητα με το ίδιο του το τόξο και
βέλος, ενώ στην περίπτωση του μικρού αδερφού η ικανότητα να κάνει το αηδόνι να
κελαηδήσει. Κι οι δύο ήρωες είναι εκείνοι που παίρνουν την πρωτοβουλία να δοκιμάσουν το ακατόρθωτο,
με το όπλο της δοκιμασίας να καθίσταται άξιο από τον άξιο, ενώ στα χέρια των
άλλων αχρηστεύεται. Οι διαστάσεις της δοκιμασίας επιβάλλεται να είναι σχεδόν
μαγικές, έτσι ώστε η διάκριση ανάμεσα στον ήρωα και τους κοινούς θνητούς να
είναι καθαρή. Δεν επιχειρώ να αποδείξω ότι εκείνοι που έπλεξαν το συγκεκριμένο
παραμύθι είχαν στο μυαλό τους την Οδύσσεια. Είναι αμφίβολο αν είχαν καν ακούσει
για το συγκεκριμένο έργο.
Είναι, βέβαια, πολύ πιθανό να μεταφέρθηκαν ψήγματα
του έπους μέσω προφορικής παράδοσης. Δεν εννοώ τη μεταφορά μιας εκδοχής της
Οδύσσειας, μα την κοινή νοοτροπία και τους φόβους που διδάσκεται από γενιά σε
γενιά, είτε με τα λόγια είτε με την ατμόσφαιρα στην οποία κινείται το έπος.
Εντούτοις, ίσως τα στοιχεία που σχετίζονται με αυτά της Οδύσσειας είναι στην
πραγματικότητα πολύ αρχαιότερα του έπους. Ας μην ξεχνάμε ότι μια από τις πιο
δημοφιλείς θεωρίες για τη συγγραφή των ομηρικών επών είναι ότι γεννήθηκαν και
τροποποιήθηκαν μέσω προφορικής παράδοσης, την οποία ο Όμηρος ανέλαβε να
συνθέσει με άρτιο τρόπο. Δε θα ήταν έγκυρο να πούμε ότι τα παραμύθια προήλθαν
από τα έπη. Πιθανό να είναι σωστότερο να πούμε ότι γεννήθηκαν από την ίδια
παράδοση από την οποία προήλθαν
Γεωργία Καρδιόλακα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου