Πουκαμίσα:. Βαμβακερό, υφαντό, παλαιότερα άσπρο και
μεταγενέστερα συνήθως μπλε με λίγο κόκκινο, από το λουλάκι που το έβαφαν.
Στενό επάνω στο στήθος, άνοιγε προς τα κάτω και
γινότανε φουστανέλα. Έφτανε έως τα γόνατα. Γύρω από το άνοιγμα του στήθους, που
έφτανε ως τη μέση, έβαζαν πολλά γαζιά για να το στενέψουν. Στο λαιμό δεν είχε
γιακά αλλά γουρζέρα (φάσα). Τα μανίκια ήταν φαρδιά ή στενά και κούμπωναν.
Πανοκόρμι:. Υφαντό, περίπου σαν την πουκαμίσα, αλλά
λίγο κοντύτερο με κουμπιά μέχρι τη μέση του στήθους, σε χρώμα λευκό με μπλε και
σπανίως με κόκκινες ρίγες.
Το σταυρωτό:. Το βάζανε πάνω από την πουκαμίσα. Από
ψιλό μάλλινο ύφασμα για να μην είναι πολύ βαρύ. Δεν είχε μανίκια και κούμπωνε
μπροστά με κουμπιά.
Πατατούκα:. Βαρύ μάλλινο πανωφόρι για τα βαριά κρύα
του χειμώνα. Μάλλινο προβατίσιο ή τραγίσιο ύφασμα, το οποίο είχε περαστεί από
το μαντάνι για να πυκνώσει.
Βρακί:. Το εσώρουχο για το κάτω μέρος του σώματος.
Μακρύ έως τον αστράγαλο με κορδόνια στον πάτο. Βαμβακερό άσπρο ύφασμα.
Φανέλα:. Μάλλινο εσώρουχο για το επάνω μέρος του
σώματος, το οποίο ήταν συνήθως πλεκτό, αλλά υπήρχαν και υφαντά.
Κοντοτσούραπα:. Κάλτσες μάλλινες πλεγμένες στο χέρι.
Γιάννης Μητάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου