Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους.
Μια ασημόχρωμη ταινία νερό βγαίνει από την σχισμάδα του βράχου, γλιστράει, πηδάει,
γκρεμίζεται, αφρίζει γύρω στις μικρές πέτρες με τα λογιών λογιών χρώματα και
σκάβει λίγο και πιο βαθιά κάθε στιγμή την αυλακωσιά της.
Από πού έρχεται το γάργαρο, το δροσερό νεράκι, που ξεπετιέται από τον
αναμμένο βράχο;
Ακροαστείται το μουρμουρητό του:
«Έρχομαι από μακριά, από βαθιά, πολύ μακριά πολύ βαθιά. Έκαμα ταξίδι μακρινό,
χωρίς να ιδώ στο δρόμο μου ήλιο.
Αρχή αρχή ήμουνα σύγνεφο και ταξίδευα στον ουρανό. Κατόπι έγινα νυφάδα χιόνι,
σταλαγματιά βροχή ,πάχνη, δροσιά. Κατέβηκα να δυναμώσω τα χιόνια των ψηλών βουνών,
τα ρυάκια και τα ποτάμια, που κατεβαίνουν από κει.
Πήγα να ποτίσω τη γης, να ξεδιψάσουνε τα φυτά. Κατόπι σκόπευα να κατρακυλήσω,
να κατεβώ με ορμή, να αυλακώσω την πλαγιά, να φέρω κατεβασιά, να φτιάσω
χείμαρρο. Αλλά μου έτυχαν αξεπέραστα εμπόδια στο δρόμο. Στην πλαγιά συναντούσα
δένδρα δασιά. Σκόνταφτα απάνω τους κι έχανα τη φόρα μου. Και με
χωρίζανε κιόλας σε δυο δεξιά κι αριστερά. Πιο κάτω άλλο σκόνταμμα και νέο μοίρασμα.
Και παρακάτω τα ίδια, ώσπου στο τέλος καταντούσα νεροκλωστές χωρίς καμία δύναμη
πια. Ούτε με ένοιωθε καθόλου το έδαφος, αν περνούσα απάνω του.
Και τι χασομέρι όσο να κατέβω! Δεν είχα φτάσει στη μέση στην πλαγιά κι η
μπόρα σταματούσε. Μου κοβότανε τότε η δύναμη και δεν κατάφερνα να προχωρήσω στο
ριζό. Ενώ στα παλιά κατέβαινα αστραπή ως τον κάμπο και πλημμύριζα κιόλας.
Τώρα με έπινε η γης. Και με κατέβαζε σταλαματιά σταλαματιά στα σωθικά της
ανάμεσα από μύρια εμπόδια.
Κάπου τέλος τα εμπόδια γινόνταν αξεπέραστα. Συναντούσα σιδερόπετρα, βράχο
αδιαπέραστο. Αυτός έφραζε το δρόμο στις πρώτες στάλες και τις ανάγκαζε να
περιμένουν ώσπου να φτάσομε από κοντά κι οι άλλες, το πολύ νερό.
Και τότε άρχιζα να κουφώνω τα σωθικά της γης-όπου έβρισκα μαλακό χώμα-και
να ανταμώνω με άλλα ρυάκια. Όλα μαζί δουλεύοντας σκάψαμε με υπομονή, τον
υπόγειο δρόμο μας. Βρήκαμε και μέρος πολύ, σκαμμένο από παλιά. Σαν να περνούσε
κι άλλοτε δρόμος νερού από κει.
Τέλος μια ηλιόλουστη ημέρα ύστερα από μακρινό ταξίδι μέσα στα πηχτά
σκοτάδια ξαναβγήκα στο φως».
Αυτή είναι η ιστορία του νερού.
Φωτερό τώρα τραβάει το δρόμο του με εύθυμο κελάρυσμα, και δίνει τον εαυτό
του καλόδεχτο δώρο, να ξεδιψάσει κάθε ζωή που το αντικρίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου