Ο Γιώργος Ντεγιάννης ήρθε δάσκαλος στη Στενή λίγο
μετά το 1900 και έμεινε πολλά χρόνια. Από το βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» το
οποίο εκδόθηκε το 1939 είναι το απόσπασμα που ακολουθεί.
Το πλύσιμο και το άσπρισμα των ρούχων γινόταν στο
ρέμα της Στενής και μας το παρουσιάζει με μια καταπληκτική περιγραφή:
Οι κοπέλες όμως-από το κάθε σπίτι-κουβαλούνε τα
ρούχα στο ποτάμι.
Η ημέρα είναι απανεμιά κι ο ουρανός γυαλί. Έχουνε
και πανιά να λευκάνουν. Πηγαίνουνε και γυρίζουνε και πάλι πηγαίνουνε. Κουβαλούνε
τα ρούχα, το πανί, τα ξύλα, το καζάνι, την κουρίτα.
Ξεφορτώνονται στην ακροποταμιά δίπλα σ’ αβρούς.
Ξαρίζουνε τα κακκαβοστάσια, βάνουν απάνω το καζάνι,
το γεμίζουνε γάργαρο νερό κι ανάβουν από κάτω φωτιά. Βλέπεις τον καπνό
ν’ανεβαίνει δίπλα στα ολόισα πλατάνια, σαν καλόδεχτη θυσία του παλιού καιρού.
Βαθυγάλανος, πιο γαλάζιος κι από τον ουρανό, φαίνεται ο καπνός.
Ύστερα στεριώνουνε τις κουρήτες στα βράχια δεξιά κι
αριστερά, δίπλα στους αβρούς. Έχουνε διαλέξει μεγάλους αβρούς. Τις γούρνες δεν
τις λογαριάζουν για τίποτε. Στις άκρες είναι βαλμένες από άλλες φορές πέτρες με
πλακαρό το απάνω μέρος. Αυτό το επίπεδο γέρνει αλαφρά κατά το νερό. Τα κορίτσια
διαλέγουνε το καθένα την πέτρα του, την «πλύστρα» και πετούνε τα ρούχα και τα
πανιά μέσα στον αβρό. Στην κάτω μεριά έχουνε βάλει λιθάρια. Ανάμεσά των φεύγει
το νερό, αλλά τα ρούχα δε χωρούν.
Δίπλα της η κάθε κόρη έχει τον κόπανο. Αφήνουμε τα
ρούχα να μουσκέψουνε κι αρχίζουνε το λεύκαμα των πανιών. Μονοκόμματα όπως
είναι, είκοσι και τριάντα οργιές, τα πιάνουν από τη μια άκρη και τα τραβούν –η
κάθε μια το δικό της-απάνω στην πλάκα. Τοποθετούνε τεντωμένη την άκρη στην
«πλύστρα» κι ύστερα με τα δυο τους χέρια, πιάνοντας από τα πλάγια το πανί, το
τεντώνουνε και το σέρνουν δίπλες-δίπλες απάνω στην πέτρα. Βλέπεις κατόπι, να
πέφτει και να σηκώνετε ο κόπανος κι ακούς τον κρότο ,που σου τόνε ξαναφέρνει σε
λίγο η ρεματιά μουσικό αρμονικό ήχο. Τόνε δούλεψε η ρεματιά και τον απάλυνε.
Τώρα το παίρνουν οι κόρες το πανί στο μπράτσο τους
και πηγαίνουνε να το απλώσουν στη ακροποταμιά. Το αφήνουνε κάτω. Πιάνουνε με τα
δυο τους χέρια την απάνω άκρη και πισωσέρνουν, ώσπου να ξεδιπλωθεί όλο και να
ξαναπλωθεί στενόμακρο στα βράχια και στα πεντακάθαρα χαλίκια. Τι πολύ νερό! Παραπάνω
είναι αβρός. Κι όμως το νερό δεν κατεβαίνει θολό στον παρακάτω, ως τον
τελευταίο φτάνει γάργαρο.
Το μεσημέρι έχουν αποπλύνει κι απλώνουνε τα ρούχα
στους φράχτες και στα χαμόκλαρα, δίπλα στο ποτάμι. Ύστερα μαζεύονται συντροφιές
και κάθονται στους ήσκιους, που ρίχνουνε τα θεόρατα πλατάνια, κοντά σε δροσερές
πηγές, να φάνε το ψωμί τους.
Στο μεταξύ έχουνε στεγνώσει τα πανιά. Να τώρα οι
κόρες σηκώνονται μια-μια και πηγαίνουνε, να τα μαζέψουν, να τα περάσουνε πάλι
από το νερό κι αυτό θα γίνεται πολλές ημέρες, ώσπου να λευκανθούνε τα πανιά.
Πιάνουνε με τα δυο τους χέρια την άκρη και τηνε
φέρνουνε απανωτά στο κεφάλι τους. Την αφήνουνε και τραβούνε γρήγορα από κοντά
τους μια δίπλα, δεύτερη, τρίτη, ώσπου να βαρύνει, να μην τους φεύγει το πανί
από το κεφάλι.
Ύστερα το μαζέυουνε το άλλο με το ανέσιο των. Και
τραγουδούνε κιόλας, χωρατεύονται και γελούν. Τι γέλιο ανοιχτόκαρδο και τι
χαρούμενο τραγούδι! Νομίζεις τίποτε δεν είχε συμβεί την περασμένη ημέρα. Όλα τα
έχουνε λησμονήσει και γελούνε ξέγνοιαστα, όπως η Ναυσικά κι η συνοδεία της έναν
καιρό. Στην Κλεισούρα δεν πλένουνε, βέβαια βασιλικά φορέματα, αλλά ο τρόπος κι
η διάθεση των κοριτσιών είναι του παλιού καιρού, κι ας τις χωρίζουνε τις κόρες
χιλιάδες χρόνια από την εποχή της Ναυσικάς.
Αιώνια είναι η Ελλάδα! “
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου