Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Ο καπετάνιος

Δεν έχει διασωθεί το μικρό όνομα του Καπετάνιου, παρά μόνο ένα μικρό μέρος της ιστορίας του.
Όταν ήταν μικρός έπεσε σε ομάδα τούρκων μπροστά στον Αγιαννάκη κοντά στο Σκουντέρι.
Εκνεύρισε τον τούρκο αγά ο οποίος διέταξε να του κόψουν τα αυτιά για να συνετιστεί.
Μεγαλώνοντας έγινε ο σκληρότερος πολέμιος των τούρκων και κέρδισε τον τίτλο του Καπετάνιου.
Λίγο πιο κάτω και απέναντι από την εκκλησία της Παναγίας στην Άνω Στενή, βρίσκεται το σπίτι του Χρήστου Παπαναστασίου (Καλαμάτας).
Εκεί βρισκόταν «η κάμαρα του Καπετάνιου», το δωμάτιο που έμενε ο Καπετάνιος.
Ήταν από το σόι των Καλαματαίων όταν ακόμα λεγόντουσαν Πισιναραίοι.
Από τον Παπαναστάση Πισινάρα και μετά, όλοι οι απόγονοί του ονομάστηκαν Παπαναστασίου.

Παροιμίες Π


•Πάει ο καιρός που δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα.
•Πάει πολλές φορές η στάμνα στη βρύση, αλλά κάποτε θα σπάσει.
•Παίζει η κοιλιά του ταμπουρά.
•Παλιά μου τέχνη, κόσκινο.
•Παλιό άλογο καινούρια περπατησιά δε βγάζει.
•Παλιός γάιδαρος, καινούργια περπατησιά δεν κάνει.
•Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν΄ και μπαλωμένο.
•Πάρε άνθρωπο από σπίτι και σκυλί από μάντρα.
•Πάρε τον έναν και χτύπα τον άλλον.
•Παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του.
•Πάρτον στο γάμο σου, να σου πει και του χρόνου.
•Πάω αργά, γιατί βιάζομαι.
•Πέθανε στην Ψάθα.
•Πέρα βρέχει.
•Πες μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι.
•Πέσε πίτα να σε φάω ή πέσε σύκο να σε φάω.
•Πέρασε ο καιρός που δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα.
•Περασμένα, ξεχασμένα.
•Περσινά, ξινά σταφύλια.
•Πέσανε έξω τα καράβια του.
•Πέταξε το πουλί.
•Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
•Πέτρα που κυλάει μαλλί δεν πιάνει.
•Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
•Πήραν τα μυαλά του αέρα.
•Πήρε τα μάτια του κι έφυγε.
•Πήρε την κάτω βόλτα.
•Πήρε το κουτάλι του νερό.
•Πήρε ψηλά τον αμανέ.
•Πιάνει πουλιά στον αέρα.
•Πιάστ΄ αυγό και κούρευτο.
•Πικρό στο στόμα, γλυκό στο σώμα..
•Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
•Πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό.
•Ποιο δάχτυλο θα κόψεις και δε θα πονέσει;
•Ποιος είδε το χάρο και δε φοβήθηκε;
•Ποιος σου ΄βγαλε το μάτι; Ο αδερφός μου.
•Ποιος στραβός δε θέλει το φως του;
•Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης.
•Πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση αλλά μια φορά σπάει.
•Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το χούι.
•Πρώτα θα δεις το γείτονά σου κι ύστερα τον ήλιο.
•Πότε ο Γιάννης δε μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.

Η γριά που ήθελε να παντρευτεί


Ήταν μια γριά, πολύ γριά ήταν αυτή, κι ήταν με το γιό της, που την κούναγε σε κούνια για να κοιμηθεί. Τόσο πολύ τη φρόντιζε.
Μια φορά περνά ένας πραματευτής. Ήταν αυτοί που πουλούσαν διάφορα πράγματα, κουβαρίστρες, βελόνες, υφάσματα κλπ κι έπαιρναν αυγά, καρπούς κ.α.
Μια φορά  πέρασε κάτω απ’ το μπαλκόνι της γριάς. Την τήραγε που την είχαν σε κούνια και λέει: «Καλά είσαι ρε γριά, αλλά να ’χες κι ένα γέρο, ακόμα καλύτερα». Πάει η γριά στο γιο τσ’ και τ’ λέει: «Γιέ μου, καλά μ’ έχεις ιδώ, θέλω κι ένα γέρο.» «Τι λες, ρε μάνα, που σ’ έχω δω και σ’ έχω
καλά κι σε φρουντίζω κι εσύ θες και γέρο να μας κάν’ς ριζίλι;» «Ιγώ θέλου γέρου να μου βρεις».
Με τα πολλά της λέει ο γιος της: «Θα σου βρω του γέρου, αν κάνεις αυτό. Να πας και να κάτσεις στην ταράτσα ούλη νύχτα κι αν κρατήσεις θα σου βρω γέρου.» Πηγαίνει κι η γριά στην ταράτσα και κάθισε κι έκανε ένα κρύο. Που να κρατήσ’ η γριά η κακουμοίρα.
Κι έλεγε: «’Ποψι με τουν άνιμου. Αύριου με τον άντρα μου.»
Αλλά, ήταν και ξαστεριά. Που να ζήσει η γριά η καημένη, κοκάλωσε κι έλεγε: «ποπ’, ποπ’»
Δε μπορούσε να του πει η καψόγρια «’ποψι με τουν άνιμου», κι έλεγε «ποπ’, ποπ’» απ’ το κρύο.

Διήγηση  Μαρία Ντούρμα-Μυτάκη
➖➖➖➖➖➖➖➖➖➖
Ανάλυση
Η Γριά που Ήθελε να Παντρευτεί.
Η κοινωνική σάτιρα

Εδώ έχουμε μια άλλη όψη του γάμου, εκείνη που κατακρίνεται από τον κοινωνικό περίγυρο. Το παραμύθι είναι φτιαγμένο να σατιρίσει τη γριά που θέλει να παντρευτεί. Έχουμε κι εδώ τον εθιμοτυπικό, ακατόρθωτο όρο, μόνο που εδώ αναθέτεται στη νύφη αντί για το γαμπρό. Κι έτσι έχουμε στην ταράτσα την γκροτέσκα φιγούρα της γριάς-νύφης που παίρνει από μόνη της την πρωτοβουλία να παντρευτεί, η οποία κάθεται μες στο κρύο  με συντροφιά τις φρούδες ελπίδες της και το μόνο που μπορεί να αρθρώσει είναι «ποπ’,  ποπ’».
Η τραγελαφική αυτή εικόνα έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με την κοινωνικά αποδεκτή, υγιή και νέα νύφη που δεν καταδέχεται το φλερτ και απολαμβάνει τη χαρά να απορρίπτει τον αντρικό πληθυσμό με ένα απόλυτο «όχι

Γεωργία Καρδιόλακα

Ο νερόμυλος




Ο νερόμυλος είναι η πρώτη μηχανή παραγωγής έργου που κατασκεύασε ο άνθρωπος με τη χρήση φυσικής, ήπιας και ανανεώσιμης πηγής ενέργειας. Με τη δύναμη που δημιουργεί η πτώση του νερού από ψηλά και με τη βοήθεια του τροχού, η εφεύρεση αυτή άλλαξε την ανθρώπινη ιστορία. Κινήθηκαν απλές και στη συνέχεια πολύπλοκες μηχανές, που κάλυψαν τις περισσότερες ανάγκες των προβιομηχανικών κοινωνιών.
Στο βιβλίο «Ο Νερόμυλος» του Γιάννη Μητάκη αναφέρονται τα πάντα όσα έχουν σχέση με τους νερόμυλους, αλλά και στην προσφορά τους στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική κλπ ζωή των προγενέστερων κοινωνιών.
Ο τρόπος λειτουργίας τους, η αρχιτεκτονική τους, αλλά και ότι άλλο έχει σχέση με παρόμοιες δραστηριότητες, όπως νεροτριβιές, μαντάνια, νεροπρίονα κ.α.
Επίσης παραμύθια, παροιμίες, ανέκδοτα, αφηγήσεις για τους μυλωνάδες κ.α, αναφέρονται με γλαφυρό ύφος, μεταφέροντας μας νοερά στην παλιά εκείνη εποχή.
Σημείο αναφοράς βέβαια ο μύλος της Σταματάρας. Ένας μύλος που λειτούργησε από τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι πριν από 40-50 χρόνια.
Το εξώφυλλο είναι φιλοτεχνημένο από την Εύη Σαραντέα-Μίχα.
                                                      ➖➖➖➖➖➖➖➖➖➖
Ο Γιάννης Μητάκης, Γεννήθηκε το 1962 και μεγάλωσε στη Στενή Ευβοίας. Ιδρυτής του ιστορικού-φιλολογικού περιοδικού «ΓΕΦΥΡΑ- Ιστορίας και πραγματικότητας» και διευθυντής του οικολογικού περιοδικού «ΕΝΑΛΛΑΞ».
Για πολλά χρόνια αρχισυντάκτης και στενός συνεργάτης του Γιάννη Γιαννούκου τόσο στην εφημερίδα «ΔΙΡΦΥΑΚΑ ΝΕΑ», όσο και υπεύθυνος ύλης και ένας από τους συγγραφείς της μνημειώδους έκδοσης «ΔΙΡΦΥΑΚΑ» .


Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Παροιμίες Ο


•Ο άνθρωπος μοναχός του, δεν κάνει ούτε στον παράδεισο.  
•Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται.
•Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
•Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια.
•Ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του.
•Ο Θεός αργεί μα δε λησμονεί.
•Ο θεός να σε φυλάει από στραβού ραβδί κι από κουφού φωνή.
•Ο καλός καλό δε βλέπει.
•Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
•Ο καλός ο μύλος, όλα τα αλέθει.
•Ο κάλος ο λόγος, δεν κοστίζει τίποτα.
•Ο καλός ο φίλος, στην ανάγκη φαίνεται.
•Ο κόσμος καίγεται κι η γριά στολίζεται.
•Ο κόσμος καίγεται κι η Μαριώ χτενίζεται.
•Ο κόσμος το΄χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι.
•Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο.
•Ο λύκος, απ΄ τα μετρημένα τρώει.
•Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε, ούτε την κεφαλή του.
•Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
•Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγεια.
•Ο μουσαφίρης και το ψάρι την τρίτη μέρα βρωμάει.
•Ο νηστικός, καρβέλια ονειρεύεται.
•Ο παθός είναι γιατρός.
•Ο παπάς πρώτα τα γένια του ΄βλογάει.
•Ο πλούσιος με τα φλουριά του κι ο φτωχός με τα παιδιά του.
•Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.
•Ο τελευταίος, ή κερδισμένος ή χαμένος.
•Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
•Ο τρελός, ότι θυμάται χαίρεται.
•Ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι.
•Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει μα αν κάνει και γαϊδουρίσει, γαϊδουροκόκαλο δε θα λαΐσει.
•Ο χρόνος είναι χρήμα.
•Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
•Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς ,κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους.
•Οι καλοί λογαριασμοί, κάνουν τους καλούς φίλους.
•Όλα γίνονται, μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται.
•Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουνε.
•Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα.
•Όλα τα ΄χει η Μαριωρή, ο φερετζές της λείπει.
•Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
•Όλη μέρα ράφτει ράφτει και τη νύχτα μύγες χάφτει.
•Όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια.
•Όλοι σ΄ ένα καζάνι βράζουμε.
•Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
•Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, από κάτω θα τον βρεις.
•Όποιο δάχτυλο  να κόψεις, πονάς.
•Όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει.
•Όποιον αγαπάει ο Θεός, πεθαίνει νέος.
•Όποιος αγαπά παιδεύει.
•Όποιος αγοράζει περίσσια, πουλάει και τα χρειαζούμενα.
•Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρών΄ οι κότες.
•Όποιος βάλει το δάχτυλό του στο μέλι, θα το γλύψει.
•Όποιος βγάζει και δεν βάζει, γρήγορα στον πάτο φτάνει.
•Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
•Όποιος γελάει τον άλλονε, γελάει τον εαυτό του.
•Όποιος γίνεται αρνί τον τρώει ο λύκος.
•Όποιος γυρίζει μυρίζει κι όποιος κάθεται βρωμάει.
•Όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει.
•Όποιος δε ΄φχαριστιέται τα πολλά, χάνει και τα λίγα.
•Όποιος δεν έχει μαυρομάτα, φιλάει και τσιμπλομάτα.
•Όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια.
•Όποιος δεν έχτισε σπίτι και δεν πάντρεψε κορίτσι, δεν ξέρει τίποτε.
•Όποιος δεν  θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει.
•Όποιος δεν παινέσει το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει
•Όποιος είν΄ απ΄ έξω απ΄ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.
•Όποιος έχει μέρες να ζήσει δεν τις χάνει.
•Όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα.
•Όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια.
•Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται.
•Όποιος έχει νύχια, ξύνεται.
•Όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και τα λίγα.
•Όποιος θέλει να πνιγεί, δεν το διαλαλεί.
•Όποιος καεί απ΄ το κουρκούτι φυσάει και το γιαούρτι.
•Όποιος κάνει το σταυρό του, Άγιο έχει στο πλευρό του.
•Όποιος κατουράει στη θάλασσα, θα το βρει στ΄ αλάτι.
•Όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει.
•Όποιος κοιμάται το πρωί, πεινά το μεσημέρι.
•Όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν.
•Όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια.
•Όποιος λυπάται το καρφί, χάνει και το πέταλο.
•Όποιος μπαίνει στο χορό, πρέπει να χορέψει.
•Όποιος ντρέπεται, πολλά στερεύετε.
•Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, θα μπει κι ένα στον κώλο του.
•Όποιος πρόλαβε, τον Κύριο είδε.
•Όποιος σκάβει το λάκο του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.
•Όποιος φοβάται, φοβερίζει
•Όποιος φτύνει δεν ξαναγλύφει το σάλιο του.
•Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά.
•Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη.
•Όποιου του μέλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει.
•Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι.
•Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη.
•Όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος.
•Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει.
•Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
•Όπως στρώσεις θα κοιμηθείς.
•Όρσε γαμπρέ κουφέτα.
•Όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει.
•Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια.
•Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος.
•Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
•Όσα πάνε κι όσα ΄ρθούνε.
•Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος.
•Όσα σου δώσει ο διάολος, τα παίρνει πανωπροίκι.
•Όσο ανακατεύεις τα σκατά, τόσο βρωμάνε.
•Όσο αραιώνουν τα σκόρδα, τόσο χοντραίνουν.
•Όσο θέλεις βρόντα στου κουφού την πόρτα.
•Όσο να ΄ρθη η γνώση, πάει το γρόσι.
•Όσοι είν΄ απ΄ έξω απ΄ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρουν.
•Όταν διψάει η αυλή σου έξω νερό μη χύνεις.
•Όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς;
•Όταν η φτώχεια μπαίνει απ΄ την πόρτα, η αγάπη φεύγει απ΄ το παράθυρο.
•Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια.
•Όταν πέσει το δέντρο, ο καθένας το κλαρίζει.
•Όταν το βουνό δεν πάει στο Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό.
•Όταν χτυπιούνται δυο αυγά, το ένα θε΄ να σπάσει.
•Ότι βγει από τα χείλη, θα το μάθουν άλλοι χίλιοι.
•Ότι βρέξει ας κατεβάσει.
•Ότι γράφει, δεν ξεγράφει.
•Ότι είπαμε, νερό κι αλάτι.
•Ότι κάνεις θα λάβεις κι η κοιλιά σου μη σε πονέσει.
•Ότι κάνεις θα σου κάνω κι ένα ακόμα παραπάνω.
•Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός.
•Ότι μπορείς να κάνεις σήμερα μην το αφήνεις γι αύριο.
•Ότι σπείρεις θα θερίσεις.
•Ούτε γάτα ούτε ζημιά.
•Ούτε ζέστη, ούτε κρύο.
•Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.


Η Πούλια κι ο Αυγερινός


Μια φορά, κι ένα καιρό, ήταν ένας πατέρας κι είχε δυο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Το κορίτσι δε το θέλανε, και το είχαν βάλει μέσα σε ένα αμπάρι και το θρέφαν να το φάνε το Πάσχα. Το αγόρι, όμως, το αγαπούσε πολύ το κορίτσι.
Και λέει, αδερφούλα μου σ’ έχουν βάλει εδώ, αυτό κι αυτό, δε σε θέλουν λέει, θέλουν να σε σκοτώσουν. 
Και τι να κάνουμε, βρε αδερφέ. Άσε, θα κανονίσω εγώ, να σε πάρω να φύγουμε και να πάμε όπου μας βγάνει η άκρη. 
Φύγανε μια μέρα, πήραν ένα μπουκάλι λάδι, μια τσατσάρα κι ένα χτένι και το πήρε το κορίτσι για να φύγουνε.
Όταν πάει να τη σφάξει ο πατέρας αμολάνε την τσατσάρα και γίνεται δάσος.  Ήταν μαγεμένα αυτά και έτσι δε μπορούσε να περάσει ο πατέρας.
Πάει να τα κυνηγήσει ο πατέρας πάλι, προχωράνε προχωράνε, τώρα αμολάει το χτένι. Άλλο δάσος, το πέρασε κι αυτό. Προχώρησαν προχώρησαν και ύστερα άντε να τους φτάσει ο πατέρας πάλι, ρίξαν το λάδι κι έγινε ένας ποταμός και δε μπορούσε ο πατέρας να τα πιάσει τα παιδιά. Προχωράνε προχωράνε, πήγαν σε ένα μέρος χωρίς να το ξέρουν. Στο δρόμο που πηγαίναν δίψασε το παιδί. 
Βλέπει μια πατησιά (χνάρι) από άλογο κι είχε νερό μέσα. Πήγε το αγόρι να το πιεί το νερό. Λέει το κορίτσι. «Μην πίνεις, αδερφέ μου νερό από κει γιατί θα γίνεις άλογο». Δεν ήπιε, αλλά το αγόρι διψούσε τώρα.
Προχωράνε πάρα κάτω, βλέπουν μια πατησιά από αρνί. Λέει, «μην πίνεις αδερφούλη μου γιατί θα γίνεις αρνί». «Δε βαστάω», λέει αυτό, και πίνει. Εκεί που ήπιε έγινε αρνί.
Προχώρησαν, προχώρησαν, και ανεβαίνει πάνω σε ένα δέντρο, το κορίτσι. Περνάει από εκεί ένα βασιλόπουλο την είδε, την αγάπησε και ήθελε να την παντρευτεί. Ο αδερφός που είχε γίνει αρνάκι, ήταν από κάτω. «Κατέβα κάτω», της λέει. Αυτή δεν κατέβαινε. 
Ήταν μια γριά, εκεί και λέει. Κάτσε λέει, θα στην κατεβάσω εγώ κάτω την κοπέλα.
Η γριά είχε βάλει κάτω ανάποδα τη σκάφη και πάει και κοσκίναε ανάποδα για να κατεβεί κάτω το κορίτσι να της πει πως είναι. Φώναζε το κοριτσάκι από πάνω. «Αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι.» Είχαμε τότε τα ξύλινα τα σκαφίδια εκεί που ζυμώναμε που είχαν και σίτες μεγάλες και κοσκινάγαμε. 
Κι η γριά το ’χε βάλει ανάποδα και κοσκίναε να δούμε τι θα πει το κορίτσι, για να την κατεβάσει κάτω να την πάρει το βασιλόπουλο. Κι έλεγε αυτό, «αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι». Κι έλεγε η γιαγιά από κάτω, «τι λες παιδάκι μου, δεν ακούω, είμαι κουφή!» Αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο αλλιώς και το σκαφίδι αυτή, δεν ακούω η άλλη! Πήγε, κατέβηκε η έρμη να της δείξει πώς είναι, την πήρε το βασιλόπουλο την κοπέλα και την παντρεύτηκε. Το αρνάκι πήγαινε από κοντά. «Αυτό το αρνάκι μην το σφάξετε,» λέει, «είναι ο αδερφός μου». Ύστερα όλοι εκεί λένε, να το σφάξουμε αυτό το αρνί. Λέει το κορίτσι.
Δε θα το σφάξετε, γιατί είναι αυτό κι αυτό, λέει. Πάνε μια μέρα, που δεν ήταν εκεί η κοπέλα και το πιασαν και το σφάξανε το αρνί, το κακόμοιρο. Πάει αυτή, της λένε, έλα να φας. Τι να φάω; Το αρνί. Λέει, δε σαν είπα να μην το σφάξετε; Μαζεύει τα κοκαλάκια, ότι είχε το αρνάκι και πήγε και τα μούλωσε σε ένα μέρος εκεί, τα έθαψε. Όταν πέρναγε αυτή από κει, έσκυβαν τα δέντρα και τη χαϊδεύαν την αδερφή. Όταν πήγαινε αυτός (ο βασιλιάς), έκαναν πίσω και δεν τον ακουμπούσαν, αυτόνε που το ’χε σφάξει. Κι εκεί βγαίνει μια μηλιά και πάει η κοπέλα να κόψει το μήλο κι ανοίγει ο ουρανός και τους παίρνει μέσα. Κι έγινε αυτή η Πούλια που βγαίνει το βράδυ κι ο αδερφός της ο Αυγερινός που βγαίνει το πρωί.

Διήγηση: Μαρία Ντούρμα-Μυτάκη

                            ➖

Ανάλυση
Η Πούλια κι ο Αυγερινός
Το παραμύθι της μεταμόρφωσης

Αρκετά διαδεδομένο παραμύθι στην Ελληνική παράδοση, περιέχει κράματα από διάφορους θρύλους. Ξεκινάει με την πρόθεση των γονιών να φάνε το παιδί και την απελπισμένη προσπάθεια ενός αδερφού ή αδερφής να το σώσει. Το μοτίβο αυτό είναι
γνωστό στα παραμύθια των Γκριμ.
Ο Αγριόκεδρος είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Εντούτοις, δεν είναι καθόλου άγνωστο προς την Ελληνική παράδοση.
Δείγματα κανιβαλισμού από γονιό συναντώνται στον αρχαίο μύθο της Φιλομέλας, και στις Βάκχες του Ευριπίδη. Μάλιστα, ο μύθος της Φιλομέλας περιέχει μοτίβα μεταμόρφωσης, όπως και στο παραμύθι της Πούλιας και του Αυγερινού, που αντιπροσωπεύουν την κατάσταση των προταγωνιστών εν ζωή.
Η Πρόκλη μεταμορφώθηκε σε χελιδόνι που πετάει από στέγη σε στέγη, ψάχνοντας για οικογενειακή αρτιότητα εις μάτην, ενώ η Φιλομέλα έγινε αηδόνι, που κρύβεται από ντροπή και θρηνεί την αγνότητά της. Παρομοίως, η Πούλια κι ο Αυγερινός αντιπροσωπεύουν την αποτυχία των δυο αδερφιών να συναντηθούν, στην αρχή λόγω της διαφορετικής υπόστασής τους ως άνθρωπος και ζώο και ύστερα ως ζωντανή αδερφή και νεκρός αδερφός. Πέρα από τα κοσμικά στοιχεία της μεταμόρφωσης, έχουμε την παράδοση της πηγής της μεταμόρφωσης που είναι η πατημασιά ενός ζώου.
Το ίδιο μοτίβο καταγράφεται από τους αδερφούς Γκριμ, στο Δυο Αδέρφια.
Παρατηρείται κι εδώ ο φόβος της μεταμόρφωσης σε κάτι κατώτερο από τον πολιτισμένο άνθρωπο, όταν αποτυγχάνει να πειθαρχήσει στα βασικά του ένστικτα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη δίψα του μικρού αγοριού για νερό. Η παρουσία της γριάς, ως από μηχανής θεού, καθώς και τα ρυθμικά λόγια του κοριτσιού, εντάσσονται στην Ελληνική παράδοση. Η γριά (ή γέρος) στα παραμύθια, που συνήθως έχει πολλά χρόνια στην πλάτη της, προσφέρει τη λύση όταν οι ήρωες βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Βοηθάει πάντα τον πρωταγωνιστή, και ξέρει τι βοήθεια να δώσει για να έχει η ιστορία αίσιο τέλος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ρόλος της γριάς δεν είναι ενσυνείδητος. Δε βοηθάει την ηρωίδα, αλλά τον συμπρωταγωνιστή και μάλιστα η βοήθειά της αποδεικνύεται μοιραία για τα δυο αδέρφια. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Πούλια κι ο Αυγερινός δεν είναι αυτούσιο παραμύθι, αλλά μία σύνθεση πολλών παραδόσεων.

Γεωργία Καρδιόλακα

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

1980-1990




























Πριν 35 περίπου χρόνια.
Ολιγοήμερες διακοπές και διαβίωση στη φύση έκαναν ο Γιάννης Γιαννούκος, ο Νίκος Δερβίσης και ο Χαράλαμπος Λέων, στην πηγή «Κανόβρυση», στο δάσος της Στενής.
Το πρόγραμμα περιελάμβανε, πορείες στα διάφορα μονοπάτια του δάσους, συλλογή τσαγιού, ρίγανης κλπ καθώς και νυχτερινά «τσιμπούσια» γύρω από τη φωτιά.
Στην επάνω Φωτογραφία. Από αριστερά, ο Γιάννης Γιαννούκος και ο Νίκος Δερβίσης.
Στην κάτω Φωτογραφία. Ο Γιάννης Γιαννούκος και ο Χαράλαμπος Λέων.
Αρχείο Γιάννη Γιαννούκου

Ο  Α.Ο.Στενής την περίοδο 1983-1984

Επάνω: Τάσος Κυράνας, Βασίλης Τσουτσαίος, Δημήτρης Γιαλός, 
Παναγιώτης Σουλτάνης, Σπύρος Ντουμάνης, Σταύρος Ντούρμας, 
Θανάσης Ματσούκας, Λάμπρος Θάνος, Κώστας Αναστασόπουλος.
Κάτω: Ζήσης Γάτος, Θανάσης Κικίδης, Σωτήρης Κατσαρής, 
Χρήστος Λέων, Τάσος Καμαριώτης 
Σπύρος Γαρέφαλος, Λάμπρος Μεταξάς.

Προξενιό κάτω από τη Δίρφη   












Προξενιό κάτω από τη Δίρφη 
Το 1983, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Στενής είχε οργανώσει την Καθαρή Δευτέρα εκείνης της χρονιάς το «Προξενιό κάτω από τη Δίρφη» Το προξενιό έγινε στην Κάτω Στενή και μετά γαμπρός, νύφη, συμπέθεροι και όλος ο κόσμος ανέβηκαν στην Πάνω Στενή, όπου έγινε το γαμήλιο γλέντι.Δύο τσέλιγκες με τη μεσολάβηση του προξενητή, παντρολογούσαν τα παιδιά τους με μια στενοκεφαλιά που ράγιζε κόκαλα. Κριτήρια είχαν τα χωράφια, τις ελιές, τα περιβόλια κι αυτόν ακόμα τον γαϊδουράκο τον Κουτρουμπή.Μάταια ο υποψήφιος γαμπρός, ο Χρήστος, πίεζε τον πατέρα του να κάνει και λίγο «σκόντο» να τελειώνει το δυνατόν συντομότερα το προξενιό, γιατί ήταν και ανυπόμονος. Μετά από πολλούς διαξιφισμούς και χάρις στην υπομονή και επιμονή του Θωμά του προξενητή το προξενιό είχε αίσιο τέλος κι έτσι ο Χρήστος παντρεύτηκε την αγαπημένη του Φώτω. Το γλέντι του γάμου έγινε στην πλατεία της Πάνω Στενής με κλαρίνα και βιολιά και με τη συμμετοχή ολάκερου του χωριού.Τους κύριους ρόλους έπαιξαν οι παρακάτω: Λέων Χρήστος, Μπαρμπούρης Τάσος, Μάκρη Τασούλα, Γιαννούκου Τούλα, Σπυριδάκης Αποστόλης, Ντούρμα Κατερίνα, Ντουμάνη Φώτω, Ντουμάνης Σπύρος, Ντούρμα Βασιλική, καθώς και πολλές κοπέλες κι αγόρια που είχαν ντυθεί με τις παραδοσιακές φορεσιές του χωριού μας.

Πλύσιμο των ρούχων στο ποτάμι


Ο Γιώργος Ντεγιάννης ήρθε δάσκαλος στη Στενή λίγο μετά το 1900 και έμεινε πολλά χρόνια. Από το βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» το οποίο εκδόθηκε το 1939 είναι το απόσπασμα που ακολουθεί.
                                               ➖
Το πλύσιμο και το άσπρισμα των ρούχων γινόταν στο ρέμα της Στενής και μας το παρουσιάζει με μια καταπληκτική περιγραφή:
                                                ➖
Οι κοπέλες όμως-από το κάθε σπίτι-κουβαλούνε τα ρούχα στο ποτάμι.
Η ημέρα είναι απανεμιά κι ο ουρανός γυαλί. Έχουνε και πανιά να λευκάνουν. Πηγαίνουνε και γυρίζουνε και πάλι πηγαίνουνε. Κουβαλούνε τα ρούχα, το πανί, τα ξύλα, το καζάνι, την κουρίτα.
Ξεφορτώνονται στην ακροποταμιά δίπλα σ’ αβρούς.
Ξαρίζουνε τα κακκαβοστάσια, βάνουν απάνω το καζάνι, το γεμίζουνε γάργαρο νερό κι ανάβουν από κάτω φωτιά. Βλέπεις τον καπνό ν’ανεβαίνει δίπλα στα ολόισα πλατάνια, σαν καλόδεχτη θυσία του παλιού καιρού. Βαθυγάλανος, πιο γαλάζιος κι από τον ουρανό, φαίνεται ο καπνός.
Ύστερα στεριώνουνε τις κουρήτες στα βράχια δεξιά κι αριστερά, δίπλα στους αβρούς. Έχουνε διαλέξει μεγάλους αβρούς. Τις γούρνες δεν τις λογαριάζουν για τίποτε. Στις άκρες είναι βαλμένες από άλλες φορές πέτρες με πλακαρό το απάνω μέρος. Αυτό το επίπεδο γέρνει αλαφρά κατά το νερό. Τα κορίτσια διαλέγουνε το καθένα την πέτρα του, την «πλύστρα» και πετούνε τα ρούχα και τα πανιά μέσα στον αβρό. Στην κάτω μεριά έχουνε βάλει λιθάρια. Ανάμεσά των φεύγει το νερό, αλλά τα ρούχα δε χωρούν.
Δίπλα της η κάθε κόρη έχει τον κόπανο. Αφήνουμε τα ρούχα να μουσκέψουνε κι αρχίζουνε το λεύκαμα των πανιών. Μονοκόμματα όπως είναι, είκοσι και τριάντα οργιές, τα πιάνουν από τη μια άκρη και τα τραβούν –η κάθε μια το δικό της-απάνω στην πλάκα. Τοποθετούνε τεντωμένη την άκρη στην «πλύστρα» κι ύστερα με τα δυο τους χέρια, πιάνοντας από τα πλάγια το πανί, το τεντώνουνε και το σέρνουν δίπλες-δίπλες απάνω στην πέτρα. Βλέπεις κατόπι, να πέφτει και να σηκώνετε ο κόπανος κι ακούς τον κρότο ,που σου τόνε ξαναφέρνει σε λίγο η ρεματιά μουσικό αρμονικό ήχο. Τόνε δούλεψε η ρεματιά και τον απάλυνε.
Τώρα το παίρνουν οι κόρες το πανί στο μπράτσο τους και πηγαίνουνε να το απλώσουν στη ακροποταμιά. Το αφήνουνε κάτω. Πιάνουνε με τα δυο τους χέρια την απάνω άκρη και πισωσέρνουν, ώσπου να ξεδιπλωθεί όλο και να ξαναπλωθεί στενόμακρο στα βράχια και στα πεντακάθαρα χαλίκια. Τι πολύ νερό! Παραπάνω είναι αβρός. Κι όμως το νερό δεν κατεβαίνει θολό στον παρακάτω, ως τον τελευταίο φτάνει γάργαρο.
Το μεσημέρι έχουν αποπλύνει κι απλώνουνε τα ρούχα στους φράχτες και στα χαμόκλαρα, δίπλα στο ποτάμι. Ύστερα μαζεύονται συντροφιές και κάθονται στους ήσκιους, που ρίχνουνε τα θεόρατα πλατάνια, κοντά σε δροσερές πηγές, να φάνε το ψωμί τους.
Στο μεταξύ έχουνε στεγνώσει τα πανιά. Να τώρα οι κόρες σηκώνονται μια-μια και πηγαίνουνε, να τα μαζέψουν, να τα περάσουνε πάλι από το νερό κι αυτό θα γίνεται πολλές ημέρες, ώσπου να λευκανθούνε τα πανιά.
Πιάνουνε με τα δυο τους χέρια την άκρη και τηνε φέρνουνε απανωτά στο κεφάλι τους. Την αφήνουνε και τραβούνε γρήγορα από κοντά τους μια δίπλα, δεύτερη, τρίτη, ώσπου να βαρύνει, να μην τους φεύγει το πανί από το κεφάλι.
Ύστερα το μαζέυουνε το άλλο με το ανέσιο των. Και τραγουδούνε κιόλας, χωρατεύονται και γελούν. Τι γέλιο ανοιχτόκαρδο και τι χαρούμενο τραγούδι! Νομίζεις τίποτε δεν είχε συμβεί την περασμένη ημέρα. Όλα τα έχουνε λησμονήσει και γελούνε ξέγνοιαστα, όπως η Ναυσικά κι η συνοδεία της έναν καιρό. Στην Κλεισούρα δεν πλένουνε, βέβαια βασιλικά φορέματα, αλλά ο τρόπος κι η διάθεση των κοριτσιών είναι του παλιού καιρού, κι ας τις χωρίζουνε τις κόρες χιλιάδες χρόνια από την εποχή της Ναυσικάς.
Αιώνια είναι η Ελλάδα! “

Το ξεμάτιασμα

Παίρνουμε ένα ποτήρι με νερό και ένα φλιτζάνι με λίγο λάδι. Σταυρώνουμε τον ματιασμένο, κρατώντας στο χέρι το ποτήρι με το νερό, ενώ συγχρόνως λέμε από μέσα μας τρεις φορές «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά». Μετά, όταν το πούμε τρεις φορές αυτό, λέμε το «Πάτερ ημών». Όταν το πούμε και αυτό, βάζουμε το δάχτυλο μας μέσα στο φλιτζάνι με το λάδι και τις σταγόνες με το λάδι τις ρίχνουμε στο ποτήρι με το νερό. Όταν πέσουν πάνω στην επιφάνεια του νερού και όσο πάνε και ανοίγουν, τότε ξέρουμε ότι ο άλλος είναι ματιασμένος. Αν τις ρίξουμε και δεν ανοίξουν, τότε θα ξέρουμε ότι δεν είναι ματιασμένος. Άμα τύχει και ξεματιάσουμε τον άλλος χωρίς λάδι (π.χ. σε μία εκδρομή) ναι μεν θα ξεματιαστεί ο άλλος αλλά θα ματιαστούμε εμείς οι ίδιοι. Αν θέλουμε να μάθουμε σε κάποιον άλλον να ξεματιάζει, θα πρέπει να πούμε πρώτα πως ξεματιάζουμε, σε άντρα ή αγόρι και ύστερα να το μάθει ο άλλος ή η άλλη. Αν είναι άντρας μπορούμε να το πούμε κατευθείαν.
Αν πάλι το ξέρει ο άντρας και θέλει να το μάθει ένας ή μία άλλη, μπορεί να το πει κατευθείαν. Μπορούμε να ξέρουμε λίγο πολύ αν κάποιος μπορεί να είναι ματιασμένος αν έχει ζαλάδες κι αν κάθε ώρα και στιγμή χασμουριέται. Παραπάνω γράφω ότι μπορεί να ξεματιάσουμε και χωρίς λάδι. Αυτό γίνεται ως εξής: σχηματίζουμε το χέρι μας όπως όταν κάνουμε το σταυρό μας και σταυρώνουμε τον άλλον λέγοντας από μέσα μας αυτά που γράφω παραπάνω. Μόλις τελειώσουμε, φτύνουμε το ματιασμένο και θα καταλάβουμε αν είναι ματιασμένος, αν σε όλη τη διάρκεια του ξεματιάσματος, χασμουρηθεί ο ματιασμένος ή εμείς. Όταν τελειώσουμε το ξεμάτιασμα - γράφω παραπάνω - φτύνουμε το ματιασμένο και λέμε. «Φτου να μην σε ματιάσω»

Αποστολία Χαλίλη

Αν δεις στον ύπνο σου φλουριά

«Να πας να βρεις το θησαυρό που είναι θαμμένος στο χωράφι σου κοντά στα αλώνια δίπλα στη συκιά». Ένα τέτοιο όνειρο είχε δει παλιά συμπατριώτης μας και από τότε έχασε τον ύπνο του.
Σύμφωνα με αυτά που είχε ακούσει δεν έπρεπε να μαρτυρήσει σε κανέναν τίποτα γιατί τα φλουριά θα γίνονταν κάρβουνα.
Επίσης έπρεπε να πάει νύχτα για να μην τον δουν.
Ένας άλλος συμπατριώτης μας είχε δει ένα άλλο όνειρο.
Να πας να βρεις τον θησαυρό  που είναι θαμμένος εκεί με τον …τάδε.
Ο ένας από τους δυο όμως θα μείνει εκεί.
Αυτός ο συμπατριώτης μας έχασε τον ύπνο του για πολλά χρόνια και μάλλον δεν πήγε ποτέ για να ψάξει για τον θησαυρό.
Ιστορίες που διηγούνταν οι φιλόδοξοι χρυσοθήρες της περιοχής οι οποίοι σε αυτές τις περιπτώσεις έδιναν και μια συμβουλή: «Να μην τα πάρεις όλα τα φλουριά αλλά να αφήσεις και μερικά μέσα στο λάκκο που έσκαψες, να μην είσαι πλεονέχτης γιατί θα σε βρει κακό».
Βέβαια οι ιστορίες για κρυμμένους θησαυρούς δεν έχουν τέλος.
Από τη  γουρούνα με τα χρυσά γουρουνάκια, το μαύρο ποταμό και το θησαυρό του βασιλιά Λήλα εκεί που βγαίνουν τα δυο κανάλια στον ποταμό (για αυτά λένε ότι τα πήραν) προστέθηκαν και οι ιστορίες από το αντάρτικο. Ο απότομος πλουτισμός κάποιων θεριεύει αυτές τις ιστορίες και οι επίδοξοι  χρυσοθήρες έχουν περάσει από κόσκινο όλη την περιοχή.

Γιάννης Μυτάκης  

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Παροιμίες Λ-Μ-Ν-Ξ


Λ
•Λαγός τη φτέρη έτριβε, κακό του κεφαλιού του.
•Λέγε λέγε το κοπέλι κάνει την κυρά και θέλει.
•Λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια.
•Λίγα είναι τα ψωμιά του.
•Λογαριασμό θα σου δώσω;

Μ
•Μ΄ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια.
•Μ’ όποιο δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις.
•Μάζευε κι ας είν΄ και ρώγες.
•Μαζεύει υπογραφές.
•Μαζί είμαστε και χώρια κουβεντιάζουμε.
•Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
•Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε.
•Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια.
•Μακριά κλωστή, τρελός ράφτης.
•Μακριά μαλλιά και λίγη γνώση.
•Μάλλιασε η γλώσσα μου
•Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
•Μάρτης είναι, νάζια κάνει. Πότε κλαίει, πότε γελάει.
•Μας έπιασαν στα πράσα.
•Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
•Με πορδές αυγά δεν βάφονται.
•Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ΄ αλληθωρίζεις.
•Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
•Με το δικό σου φάε, πιες κι αλισβερίσι μην κάνεις.
•Με τον ήλιο τα ΄βαζα, με τον ΄ήλιο τα ΄βγαζα, τι είχαν τα έρημα και ψόφαγαν;
•Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες.
•Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες.
•Μεγαλώσαν τα παιδιά μας, μεγαλώσαν τα κακά μας.
•Μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια.
•Μη ρίχνεις λάδι στη φωτιά.
•Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν.
•Μην αγοράσεις το σκοινί πριν αγοράσεις βόδι.
•Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν άχερο στ΄ αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και ποιος τα συμμαζώνει.
•Μην τάζεις τ΄ Άγιου κερί και του παιδιού κουλούρι.
•Μην το πεις, ούτε του παπά.
•Μήτε κηδεία δίχως γέλια, μήτε γάμος δίχως δάκρυα.
•Μήτε γάτα, μήτε ζημιά.
•Μια γριά μονοδοντού, άντρα γύρευε παντού.
•Μία σου και μία μου.
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
•Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του ώρα.
•Μια ψυχή που ΄ναι να βγει ας βγει.
•Μικρός δεν έμαθες, μεγάλος μην ελπίζεις.
•Μίλησε με την τύχη του.
•Μοιρασμένη χαρά, γίνεται διπλή. Μοιρασμένη λύπη, γίνεται μισή.
•Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα.
•Μου ρούφηξες το αίμα.
•Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δίνεται.
•Μπήκε το νερό στ΄ αυλάκι.
•Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
•Μπρος στα κάλλη, τι είν΄ ο πόνος;

Ν
•Να λέμε και του στραβού το δίκιο.
•Να ΄σαι καλά τον Αύγουστο, που ΄ναι παχιές οι μύγες.
•Να σε κάψω Γιάννη, να σ΄ αλείψω μέλι.
•Να σου πει ο παπάς στ΄ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι.
•Να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία.
•Να ΄τανε η ζήλια ψώρα θα ψώριαζε όλη η χώρα.
•Να το δω και να μην το πιστέψω.
•Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.

Ξ
•Ξεχνά η πεθερά πως ήταν νύφη μια φορά.
•Ξύνει τα νύχια του για καυγά.


Γιαλός Χρήστος (Χατζής)

Ο μαστρο-Χρήστος (Χατζής),(επάγγελμα οικοδόμος-πετράς) παντρεύτηκε τη Μαρία και έκαναν:

Γιαλός Δημήτριος του
Κωνσταντίνου (του Χατζή)
Α) Τον Κώστα (Χατζοπλάς)
Β) Το Νίκο (Κουρέλας)
Γ) Το Θανάση (Αλή -πασάς)
Δ) Την Αφένδρα που παντρεύτηκε στο Θεολόγο το Γιωργίτσα Καπετάνιο
Ε) Τη Ρίνα που παντρεύτηκε στα Ψαχνά Καρατζά.

Α) Ο  Κώστας (Χατζοπλάς) έκανε την Ελένη και τη Μαρία που παντρεύτηκαν στη Χαλκίδα. Έκαναν και ένα γιο το Δημήτρη που σκοτώθηκε από παρακρατικούς μετά την κατοχή. Μαζί με αυτόν σκοτώθηκε και ο πρώτος του ξάδερφος. Βρέθηκαν νεκροί στις σπηλιές εκεί που είναι σήμερα το κατάστημα του Τόγια στην Ελευθερίου Βενιζέλου.

Β) Ο Νίκος (Κουρέλας), παντρεύτηκε τη Σταυρούλα (Σταμούλα) από τις Στρόπωνες και έκαναν τρία παιδιά.
Απόστολος Γιαλός, 
γιος του Νικολάου
 και της Σταυρούλας 
(Σταμούλας)
Τον Αποστόλη, το Χαράλαμπο και τη Μαρία
Η Σταυρούλα Νικολάου Γιαλού
(Σταμούλα).
 Απεβίωσε στις 15-7-1967
σε ηλικία άνω των ενενήντα ετών.













1) Ο Αποστόλης παντρεύτηκε τη Μαρία Σπυριδάκη (του Μακουρλιά) και απέκτησαν τρία παιδιά, το Δημήτρη, την Κατίνα και το Νίκο.
-Ο Δημήτρης παντρεύτηκε με τη Ζωή Γεωργακοπούλου και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Αποστόλη και τον Ανδρέα.
-Η Κατίνα παντρεύτηκε με το Γεώργιο Δασκαλάκη και απέκτησαν δύο παιδιά. Το Σταύρο και την Ειρήνη.
-Ο Νίκος παντρεύτηκε τη Ζαφειρούλα Γαβαλάκη και απέκτησαν δύο παιδιά. Τη Μαρία και τον Αποστόλη.

2) Ο Χαράλαμπος παντρεύτηκε τη Ματίνα Μπατσακούτσα από το Πήλι και απέκτησαν δύο παιδιά. Το Νίκο και τον Αποστόλη.
-Ο Νίκος παντρεύτηκε τη Γεωργία από το Διαβολίτσι (κοντά στο Μελιγαλά) και απέκτησαν δύο παιδιά. Τον Αλέξανδρο και τη Γεωργία.
-Ο Αποστόλης παντρεύτηκε την Ελένη από τη Λάμψακο (Μύτικα) και απέκτησαν δύο παιδιά. Το Χαράλαμπο και τη Ματίνα.

3) Η Μαρία νέα ακόμη και ανύπαντρη, εργαζόταν στα μεταλλεία και σκοτώθηκε.

Γ) Ο Θανάσης ο Αλή-πασάς έκανε:

1) Τον Κώστα που πήρε την Κατερίνα κόρη του Αντώνη Μπίστα και
.έκαναν το Χρήστο, το Βαγγέλη, τη Σπυριδούλα και τον Αντώνη
2) Το Μήτσο που πήρε την Τασούλα Αγγελή. Έκαναν το Βαγγέλη που πήρε την Κυριακή από τα Καμπιά, τη Σταυρούλα που πήρε το Γιώργο, παπλωματά στη Γαζέπη και τηνΜαρία που παντρεύτηκε στα Ντρίτσα.
Ο Χρήστος, η Παρασκευή 
και ο μικρός Θανάσης. 
3) Το Χρήστο που  πήρε την Παρασκευή Αθανασίου Αγγελή (του Νιάνια) και απέκτησαν το Θανάση που παντρεύτηκε τη Στέλλα κόρη του Γιάννη Βαρτζή.
Ο Θανάσης και η Στέλλα  έκαναν το Χρήστο που είναι στα Σπάτα, το Γιάννη, το Σταύρο και τον Παρασκευά.
4) Τη Μαρία που παντρεύτηκε στην Ικαρία το Στρατή Αφιανέ, ο οποίος είχε έρθει για κάρβουνα στο Μίστρο και εγκαταστάθηκαν στις Ράχες Ικαρίας.
5) Το Σωκράτη που  πήρε τη Μαρία Παπαλάμπρου (του Λαμπή) την οποία σκότωσαν οι Γερμανοί το 1944 ανήμερα της Αγίας Μαρίνας στον Πούρνο 100 μέτρα από την Αγία Τριάδα. Δεύτερη γυναίκα η Μαρία που πήρε το Γιάννη Μαστρογιάννη που έμενε στους Βούνους. Δεν έκαναν παιδιά.
Ο Σωκράτης Γιαλός 
η σύζυγός του Μαρία 
κι ο ανεψιός τους Θανάσης Γιαλός.


6) Ο Παναγιώτης που παντρεύτηκε τη Ρίνα κόρη του Κώστα Μετοχιάτη, η οποία πέθανε στη Μυτιλήνη το 1959, είχαν πάει για πεύκα. Μαζί της έκανε την Τασία  που παντρεύτηκε στην Ερέτρια, τη Θεανώ που παντρεύτηκε στα Αμπέλια, τον  Ευάγγελο που παντρεύτηκε στη Λάμψακο και το Θανάση που παντρεύτηκε στο Μπούρτζι.

Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Αργυρούλα από τα Αμπέλια και δεν έκανε παιδιά.,

Δ) Η Αφέντρα παντρεύτηκε το Γιώργο Καπετάνιο στο Θεολόγο που πέθανε το 1930 ψυχοπαθής.
Παιδιά τους:
Η Μαριώ που είχε πάρει τον Κώστα Μπερμπάτη
Ο Κώστας που παντρεύτηκε τη Μαριώ κόρη του Κώστα Χαλκιά και της Σοφίας. Υιοθέτησαν την ανιψιά τους Χριστίνα Καρλατήρα.
Η Μηλιά που παντρεύτηκε στη Λάμψακο το Νίκο Κομινό.






Δίρφυς. «Η ναζού κόρη».

H Δίρφη (ή Δίρφυς) είναι το ψηλότερο βουνό της Εύβοιας. Η κορυφή της Δίρφης, υψώνεται στα 1.743 μέτρα. Από τα 1.200 περίπου μέτρα και πά...