Βάκρινα:. Άσπρο πρόβατο, που είχε μαύρο
πρόσωπο, με λίγες άσπρες τρίχες και αραιά μαύρα σημάδια στο υπόλοιπο κορμί του.
Βαλάντωμα:. Καημός, παίδεμα, μπαΐλντισμα,
λύπη, θλίψη. Σωματική και ψυχική υπερκόπωση. (Τίποτα δεν μπορεί να δώσει
χαρά στην βαλαντωμένη του ψυχή), (βαλάντωσε από την σκληρή δουλειά), (τον
βαλάντωσε η αγάπη).
Βαλμάς:. Ο προμηθευτής αλόγων ή μουλαριών
ή ενοικιαστής τους, για αλωνισμό. Εδώ όμως, βαλμάς, λεγόταν αυτός που αλώνιζε,
δηλαδή αυτός που καθοδηγούσε το άλογο και πατούσε πάνω στο «ντουέν»,
για να αλωνιστούν τα στάχυα. Βαλμάς επίσης λεγόταν και αυτός που καθοδηγούσε τα
ζώα στο λιοτρίβι, για το λιώσιμο των ελιών.
Βαρβάτος:. Αυτός που είναι σεξουαλικά πολύ
ικανός ή έχει έντονη σεξουαλική ορμή και διάθεση, (ισχύει και για τα ζώα). Κατ΄επέκταση,
βαρβάτο λέμε και τον άνθρωπο το δραστήριο, τον ικανό, το δυνατό, τον άξιο. Ειρωνικά
το λέμε και γι αυτούς που υπερηφανεύονται για τη σεξουαλική τους δράση, (για
κοιτάξτε ρε παιδιά ένα βαρβάτο). Για παιδιά, στην ηλικία που αρχίζουν να
γίνονται άνδρες. (Κοίτα καμώματα το βαρβατσέλι).
Βαρβατίλα:. Η κακοσμία των τράγων, κατά την
περίοδο του οργασμού ή
και για ανθρώπους, με έντονη σεξουαλική διέγερση.
Βάρδα:. Πρόσεχε, φυλάξου. (Σε αγαπώ, σε
εκτιμώ, αλλά βάρδα μη με
πειράξεις).Τη χρησιμοποιούσαν επίσης παλιά, αυτοί που
έβγαζαν πέτρα
στα νταμάρια. Αφού άνοιγαν την τρύπα στην πέτρα
χτυπώντας την με το
λοστάρι και έβαζαν μέσα τα εκρηκτικά, έβγαιναν στον
κοντινότερο δρόμο ή μονοπάτι και φώναζαν «Βάρδα φουρνέλο» και έτσι σταματούσαν
οι περαστικοί μέχρι να γίνουν οι εκρήξεις.
Βαρδάρι:. Το ξύλινο εξάρτημα του
αλευρόμυλου, που κανονίζει την
πτώση του γεννήματος στη μυλόπετρα.
Βαρκό:. Λέμε το μέρος εκείνο, που τα χώματά
του είναι πολύ υγρά, βουλιάζουν και δε μπορεί να γίνει σωστά και με άνεση,
οποιαδήποτε γεωργική εργασία. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται μετά από βροχές.
(Αυτό το χωράφι είναι βαρκό), (τα χωράφια σ΄ αυτή την περιοχή είναι βαρκά).
Βάσκαμα:. Το μάτιασμα
Βάτεμα:. Η ερωτική πράξη, για αναπαραγωγή
των οικόσιτων ζώων, προβάτων, κατσικιών κ.λ.π.
Βαταλαλάω:. Όταν φλυαρώ για πολύ ώρα, με
δυνατή φωνή, κυρίως σε
χώρους εκτός σπιτιού και ιδιαίτερα σε αγροτικές
περιοχές. Στα χωράφια,
στα αμπέλια, στις ελιές κ.λ.π. (Όλο το χωριό είχε πάει
να μαζέψει ελιές
και βαταλάληξε όλη η ρεματιά), (η γειτονιά βαταλαλούσε
από το παιδομάνι).
Βεδούρα (βεδούρι):. Ξύλινο δοχείο για το γάλα.
Βεζύρης:. Παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν με
τον αστράγαλο (κότσι) του
αρνιού, του κατσικιού ή του γουρουνιού.
Βελάνι:. Το βελανίδι.
Βελέντζα:. Μάλλινο χοντρό κλινοσκέπασμα.
Βερβέριξα-βερβερίζω:. Κλαίω γοερά, με γρήγορα και
απανωτά αναφιλητά, μέχρι εξάντλησης. (Βερβέριξα απ΄ το κλάμα), (δώσε μία
καραμέλα στο παιδί, δεν βλέπεις ότι βερβέριξε;). Αλλά και όταν νιώθω το σώμα
μου μουδιασμένο.
Βερέμης:. Ο ασθενικός, ο φθισικός, αλλά και
ο ανάποδος, ο κακότροπος, ο μουρμούρης, ο γκρινιάρης.
Βερέμι:. Η φυματίωση αλλά και η μεγάλη
στεναχώρια. ( Έχει μαράζι
στην καρδιά και στην ψυχή βερέμι).
Βζαγκανάω:. Εκτινάσσω κάτι με δύναμη, αφού
προηγουμένως το περιστρέφω με το χέρι μου πολλές φορές, για να αποκτήσει επιτάχυνση.
Βίγλα:. Ψηλό σημείο, απ΄ όπου μπορεί
κανείς να βλέπει μακριά. Σκοπιά, φυλάκιο.
Βιτούλι:. Το κατσίκι, που δεν έχει
συμπληρώσει ακόμα ένα χρόνο ζωής.
Βίτσα:. Η βέργα.
Βλάμης:. Σύντροφος, ανδρείος, αδελφοποιτός.
Κατ΄επέκταση εραστής, αγαπητικός, αλλά και καβγατζής, ψευτοπαλληκαράς.
Βλαροπάιδα:. Τα 3-4 κάτω πλευρά, που το
μεγαλύτερο μέρος τους αποτελείται από χόνδρους και όχι από οστά.
Βλαρός-η-ο:. Βλαρό λέγαμε οτιδήποτε ήταν
μαλακό και φρέσκο. Ιδιαίτερα όμως το τυρί, τα χορταρικά και τα περιβολικά.
(βλαρό τυρί, βλαρά φασολάκια κ.λ.π.)
Βολά:. Αντί για τη λέξη φορά, λέγανε
βολά. Π.χ. μια βολά, δυο βολές κ.λ.π.
Βολή:. Όταν είναι έτσι τακτοποιημένα τα
πράγματα, ώστε να γίνονται
οι δουλειές με ευχέρεια, με λίγο κόπο και καλύτερα.
(Εγώ δεν μπορώ να
πλύνω εδώ, θα πάω σπίτι μου, που έχω τη βολή μου).
Βολοδέρνω:. Προσπαθώ με χτυπήματα, να σπάσω
τους χωμάτινους βόλους στο χωράφι κατά τη διάρκεια του οργώματος. Επίσης, για
ανθρώπους, σημαίνει την ταλαιπωρία, γυρνώντας από εδώ κι από εκεί, για να διεκπεραιώσουμε
μια δουλειά και τις περισσότερες φορές δεν τα καταφέρνουμε.
Βορδόλακας:. Ο βρικόλακας. Μεταφορικά, ο
στριμμένος, ο ιδιότροπος,
ο κακός άνθρωπος.
Βοτανίζω-βοτάνισμα:. Ξεχορταριάζω σπαρμένο χωράφι. Το
λέμε και
ξεβοτάνισμα.
Βούζος:. Παιδικό παιχνίδι, όπου περνούσαν
μία χοντρή κλωστή μέσα
από τις τρύπες ενός μεγάλου κουμπιού, με τέτοιο τρόπο,
ώστε όταν τέντωναν το σκοινί και με τα δυο τους χέρια, το κουμπί γύριζε τόσο
γρήγορα, που έκανε έναν αρκετά αντιληπτό θόρυβο, (βούιζε).
Βουκολιό:. Τόπος όπου βόσκουν βόδια, αλλά
και μάντρα για τα βόδια.
Στη Στενή το λέγανε και βρουκολιό.
Βουνιά:. Τα κόπρανα των βοοειδών.
Βουρδούνες:. Κοκκινόχρωμες γραμμές στο κορμί
του ανθρώπου, που
έμοιαζαν σαν να είχαν αποτυπωθεί από χτυπήματα
βούρδουλα ή βέργας.
Στην πραγματικότητα όμως, επρόκειτο για εξανθήματα του
δέρματος,
ενώ κατά τη γνώμη των γονιών μας και γενικά των
μεγαλύτερων «ειδικών επί ιατρικών θεμάτων», σίγουρα μας είχε περπατήσει κάποιο
«μπορμπότσι».
Βουρλίζομαι:. Περιστρέφομαι σαν σβούρα,
βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση και γενικώς θυμώνω.
Βραϊά, (βραγιά). Βραϊές:.
Αυλάκια που διαμόρφωναν με την τσάπα στα
περιβόλια και μέσα σ΄ αυτά φυτεύονταν τα «περιβολικά»,
για να διευκολύνονται στο πότισμα.
Βρακοζώνα:. Κορδόνι με το οποίο συγκρατείται
η βράκα ή το βρακί,
αφού περάσει μέσα από το στρίφωμα της βράκας στο πάνω
μέρος.
Βρετίκι–βρετίκια:. Αμοιβή, που προσφέρεται σ΄ αυτόν
που βρίσκει και
παραδίδει χαμένα αντικείμενα.
Βρεχτούρα:. Το μέρος που παραμένει
μουσκεμένο, νοτισμένο, μετά
από βροχή, για περισσότερο χρονικό διάστημα σε σχέση
με άλλα μέρη.
(Μην πας από αυτό το δρόμο, γιατί έχει βρεχτούρα),
(πάμε σήμερα να
βγάλουμε τα παλούκια από το φράχτη, γιατί έχει
βρεχτούρα και θα βγουν
πιο εύκολα). Το λένε και Γλάρα.
Βρίζα:. Σίκαλη, είδος δημητριακού.
Βρισκόμενο–βρισκούμενα:.
Ότι βρίσκεται, ότι υπάρχει. (Κάτσε να
φάμε, όχι ευχαριστώ, να μην σας βάζω σε κόπο. Μα τι
κόπο; Να, από τα
βρισκούμενα).
Βρονταλίδι–βρονταλίδια:.
Παιχνίδια για μωρά. Ιδιαίτερα αυτά που παράγουν ήχους. Κουδουνίστρες.
Βρούβες:. Η κοινή ονομασία όλων των ειδών
αυτοφυών άγριων χορταρικών, που μαζεύουμε και τρώμε, όπως τα θανασάκια,
καυκαλίθρες, ζογκιά, ραδίκια, κοκκινοράδικα, λαψάνες, σκυλόβρουβες, ρεπανίθρες,
ψωμάκια, λάπατα, πικραλίθρες, ρόκα, γαλατσίθρες, μάραθα, βοϊδόγλωσσες,
κατσικοπόδαρα, βλήτα κλπ.
Βρόχι–αβρόχι:. Θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με
την οποία πιάνονται
πουλιά ή άλλα θηράματα από το λαιμό. Παγίδα, δίχτυα.
(θα στήσω αβρόχια στα βουνά. Δημοτικό τραγούδι). Μεταφορικά και το σαγηνευτικό
θέλγητρο γυναίκας.
Βρωμούσα:. Το έντομο δυνδρεοκόρις, που έχει
χρώμα πράσινο και καταστρέφει τα κηπευτικά, (φασόλια, ντομάτες κλπ), που αν την
σκοτώσεις (λιώσεις), εκπέμπει μία δυσοσμία. Είναι όμως και ονομασία διαφόρων δύσοσμων
φυτών.
Βτσέλα, (βουτσέλα):. Ξύλινο δοχείο για νερό, που το
έπαιρναν μαζί
τους στο χωράφι. Χωρητικότητα πέντε έως δέκα κιλά.
Ήταν στρογγυλό
και οι δύο πλάγιες πλευρές του επίπεδες, σε σχήμα
κύκλου. Είχε δύο λαβές που ενώνονταν με σχοινί, για να κρεμιέται στο σαμάρι του
μουλαριού ή του γαϊδουριού.
Γιάννης Γιαννούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου