«…Τα καλκατζούρια ήρθαν. Πιδιά μη
γυρίζιτ΄ όξου του βράδ΄ γιατ΄ έχνι έρθ΄ τα ξουρκισμένα κι θα σας πάρνι.
Να
΄δω στου ριματάκ΄ ψες του βράδ΄ πήραν του Μπαρμπατάσου απ του γιφυράκ΄ κι τουν
έρξαν μέσα στου νιρό. Είδι κι έπαθ ου άνθρουπους να βγει κι να γλυτώσ΄ απ΄ τα
χέρια τ΄ς.
Τα
ίδια έπαθ΄ προυχτές κι η Σταμούλα τ΄ν
έκαναν λούτσα κι κόντιψ να πνιγεί»
Είπε
η Παρασκευή Γιαννούκου (Παρασκευάνα) ένα βράδυ που καθόμασταν στο τζάκι.
-Ο
Μπάρμπα Τάσος ο Μπαρμπούρης (Μπαρμπούρας), όπως και οι πιο πολλοί παππούδες της
δεκαετίας του ΄50 τα «έτσουζε» στο καφενείο του Κατού (Κώστας Παλαιολόγος) με
την παρέα του και ύστερα «ψιλοσουρωμένος» ερχόταν σπίτι. Είχε νυχτώσει για
καλά. Η θεία Πάτρα, η συντρόφισσά του τον περίμενε.
Τότε
ηλεκτρικό δεν υπήρχε. Λασπουριά, κακό και σκοτάδι στα σοκάκια. Μια ψευτολάμπα
πετρελαίου κάπου-κάπου ‘Όταν έφτασε στο
γεφυράκι του Χατζή (Κώστας Γιαλός), παραπάτησε κι έπεσε στον «αβρό» που ήταν
γεμάτος νερό και δυσκολεύτηκε να βγει, λόγω του κρασιού.
-Η
καημένη η Σταμούλα εξ άλλου, πριν πέσει ένα βράδυ του Δεκέμβρη για ύπνο,
κατέβηκε στην «κοπριά» που ήταν δίπλα στο ρεματάκι για να κάνει την ανάγκη της
(τότε δεν είχαμε τουαλέτες και wc). Όπως λοιπόν ήταν σκοτεινά
κι έβρεχε, γλίστρησε κι έπεσε μέσα στο νερό.
Η
Παρασκευάνα «αξιοποίησε» τα δύο περιστατικά κατάλληλα, χρησιμοποιώντας τους
καλικαντζάρους, ώστε να μαζευόμαστε νωρίς στο σπίτι.
Ας
είναι αιωνία η μνήμη των τριών γερόντων μας.
Δημήτριος
Πέτρου
(εγγονός
Παρασκευάνας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου